-
1 τρις-κοπάνιστος
τρις-κοπάνιστος, dreimal gestoßen, ἄρτος, sehr seines Brot, Batrach. 35.
-
2 τριςκοπάνιστος,
τρις-κοπάνιστος, u. τρις-κοπάνητος, dreimal gestoßen; ἄρτος, sehr feines Brot -
3 τριςκοπάνητος
τρις-κοπάνιστος, u. τρις-κοπάνητος, dreimal gestoßen; ἄρτος, sehr feines Brot