-
1 τριπτήρ
τριπτήρ, ῆρος, ὁ, 1) der Reiber, Werkzeug zum Reiben, Reibekeule, Ar. Ach. 901, komisch κρατὴρ κακῶν, τριπτὴρ δικῶν, Schol. sagt, gewöhnlich sei τριπτὴρ ἁλῶν, vgl. Nic. Ther. 95. – 2) die Presse, bes. das Brett unter der Schraube in der Wein-, Oelpresse, B. A. 308; vgl. Nic. Alex. 493. – 3) das Gefäß, lacus, in welches das ausgepreßte Oel fließt, Poll. 7, 150.
-
2 τριπτηρ
τ. δικῶν ирон. Arph. — вместилище тяжб, т.е. судейский крючкотвор
-
3 τριπτήρ
τριπτήρpestle: masc nom sg -
4 τριπτήρ
-
5 τριπτήρ
A pestle,καρπὸν.. λειαίνειν τριπτῆρι Nic. Th.95
, cf. Fr.70.15; mortar for grinding ψιμύθιον, Thphr.Lap.56; board under the screw of a wine- or oil-press, Nic.Al. 494, cf. AB 308.II vat into which wine or oil runs after being pressed out, Is.Fr.24, cf. Poll.7.151; τ. δικῶν ( παρὰ προσδοκίαν for ἐλαῶν), of a συκοφάντης treated as an ἄγγος, Ar.Ach. 937.3 = ἀκόνη, AB308.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπτήρ
-
6 мочалка
мочалкаж ὁ τρίφτης, ὁ τριπτήρ, τό σφουγγάρι τοῦ μπάνιου. -
7 τριπτήρα
-
8 τριπτῆρα
-
9 τριπτήρας
-
10 τριπτῆρας
-
11 τριπτήρες
-
12 τριπτῆρες
-
13 τριπτήρι
-
14 τριπτῆρι
-
15 τριπτήρος
-
16 τριπτῆρος
-
17 τριπτήρσιν
-
18 τριπτῆρσιν
См. также в других словарях:
τριπτήρ — pestle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρα — τριπτήρ pestle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρας — τριπτήρ pestle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρες — τριπτήρ pestle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρι — τριπτήρ pestle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρος — τριπτήρ pestle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτῆρσιν — τριπτήρ pestle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπτήρας — ο / τριπτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σκεύος ή εργαλείο για τη λειοτρίβηση διαφόρων υλικών νεοελλ. 1. όργανο για την κονιορτοποίηση φαρμάκου 2. ξυλουργική ή σιδηρουργική ρίνη, λίμα 3. τρίφτης τυριού αρχ. 1. γουδοχέρι 2. κάδος στον οποίο συγκεντρώνεται το λάδι… … Dictionary of Greek
τριπτήριον — τὸ, Α·]τριπτήρ] όργανο για το τρίψιμο τού σώματος στο λουτρό … Dictionary of Greek