Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τριπτήρ

См. также в других словарях:

  • τριπτήρ — pestle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρα — τριπτήρ pestle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρας — τριπτήρ pestle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρες — τριπτήρ pestle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρι — τριπτήρ pestle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρος — τριπτήρ pestle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆρσιν — τριπτήρ pestle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτήρας — ο / τριπτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σκεύος ή εργαλείο για τη λειοτρίβηση διαφόρων υλικών νεοελλ. 1. όργανο για την κονιορτοποίηση φαρμάκου 2. ξυλουργική ή σιδηρουργική ρίνη, λίμα 3. τρίφτης τυριού αρχ. 1. γουδοχέρι 2. κάδος στον οποίο συγκεντρώνεται το λάδι… …   Dictionary of Greek

  • τριπτήριον — τὸ, Α·]τριπτήρ] όργανο για το τρίψιμο τού σώματος στο λουτρό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»