-
1 τριπλασιος
3(ᾰ) утроенный, тройнойτ. τινος Arph., Plat. — втрое больше кого(чего)-л.;
τριπλασίαν δύναμιν ἔχειν Xen. — иметь втрое больше войска -
2 τριπλάσιος
τριπλάσιοςthrice as many: masc nom sg -
3 τριπλάσιος
α, ο [ία, ον] тройной; троекратный, утроенный -
4 τριπλάσιος
[трипласиос] επ тройной. -
5 τριπλάσιος
A thrice as many, thrice as much, thrice as great as, c. gen.,ὄρνις τ. Κλεωνύμου Ar.Ach.88
, etc.;τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας Pl.Lg. 756d
;τριπλασίοις αὑτῶν Id.R. 422c
;τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31
: abs., τ. δύναμιν εἶχε (sc. τῆς προτέρας) X.An.7.4.21;τ. διαστήματα Pl.Ti. 36a
; τριπλάσιον, opp. τριτημόριον, Arist.Metaph. 1020b27.2 neut. as Adv., τριπλάσιον κεκράξομαί σου thrice as much as you, Ar.Eq. 285 (lyr.), cf. 718:— regul. Adv. - ίως Sch.B Il.21.80, v. l. in LXX Si.43.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπλάσιος
-
6 τριπλασίω
τριπλάσιοςthrice as many: masc /neut nom /voc /acc dualτριπλάσιοςthrice as many: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————τριπλάσιοςthrice as many: masc /neut dat sg -
7 τριπλασίων
τριπλάσιοςthrice as many: fem gen plτριπλάσιοςthrice as many: masc /neut gen plτριπλασίωνmasc /fem nom sg -
8 τριπλασίως
τριπλάσιοςthrice as many: adverbialτριπλάσιοςthrice as many: masc acc pl (doric) -
9 τριπλάσιον
τριπλάσιοςthrice as many: masc acc sgτριπλάσιοςthrice as many: neut nom /voc /acc sgτριπλασίωνmasc /fem voc sgτριπλασίωνneut nom /voc /acc sg -
10 τριπλασίοις
τριπλάσιοςthrice as many: masc /neut dat pl -
11 τριπλασίου
τριπλάσιοςthrice as many: masc /neut gen sg -
12 τριπλασίους
τριπλάσιοςthrice as many: masc acc pl -
13 τριπλάσια
τριπλάσιοςthrice as many: neut nom /voc /acc pl -
14 τριπλάσιαι
τριπλάσιοςthrice as many: fem nom /voc pl -
15 τριπλάσιοι
τριπλάσιοςthrice as many: masc nom /voc pl -
16 τριπλασία
τριπλασίᾱ, τριπλάσιοςthrice as many: fem nom /voc /acc dualτριπλασίᾱ, τριπλάσιοςthrice as many: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τριπλασίᾱͅ, τριπλάσιοςthrice as many: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 τριπλασίας
τριπλασίᾱς, τριπλάσιοςthrice as many: fem acc plτριπλασίᾱς, τριπλάσιοςthrice as many: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 τριπλασίαν
τριπλασίᾱν, τριπλάσιοςthrice as many: fem acc sg (attic doric aeolic) -
19 τριπλασίη
-
20 τριπλασίῃ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τριπλάσιος — thrice as many masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλάσιος — α, ο / τριπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ 1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῡσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ. γ. «τοῡτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον… … Dictionary of Greek
τριπλάσιος — α, ο επίρρ. α, 1. τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, τριπλός: Το 6 είναι τριπλάσιο του 2. 2. το ουδ. ως ουσ., τριπλάσιο, το τριπλάσια ποσότητα: Να βάλεις στη βανίλια το τριπλάσιο ζάχαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριπλασίω — τριπλάσιος thrice as many masc/neut nom/voc/acc dual τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίων — τριπλάσιος thrice as many fem gen pl τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen pl τριπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίως — τριπλάσιος thrice as many adverbial τριπλάσιος thrice as many masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλάσιον — τριπλάσιος thrice as many masc acc sg τριπλάσιος thrice as many neut nom/voc/acc sg τριπλασίων masc/fem voc sg τριπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίοις — τριπλάσιος thrice as many masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίου — τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίους — τριπλάσιος thrice as many masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίῃ — τριπλάσιος thrice as many fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)