-
1 тройной
τριπλός, τριπλάσιοςτριπλούςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тройной
-
2 тройиои
тройи||оиприл в разн. знач. τριπλάσιος, τριπλούς:\тройиоиое правило мат ἡ μέθοδος τών τριών. -
3 triple
['tripl] 1. adjective1) (three times (as big, much etc as usual): He received triple wages for all his extra work; a triple whisky.) τριπλός, τριπλάσιος2) (made up of three (parts etc): a triple agreement.) τριμερής2. verb(to make or become three times as much, big etc; to treble: He tripled his income; His income tripled in ten years.) τριπλασιάζω / -ομαι3. noun(three times the (usual) amount: If you work the bank holiday, you will be paid triple.) (το) τριπλάσιο, (τα) τριπλά- triplet -
4 тройной
[τραϊνόϊ] εκ. τριπλάσιος -
5 тройной
[τραϊνόϊ] επ τριπλάσιος -
6 тройной
επ.1. τριπλός, τρίδιπλος•-ая линия окопов τριπλή γραμμή (σειρά) χαρακωμάτων•
тройной канат τριπλό παλαμάρι•
тройной удар τριπλό χτύπημα•
тройной прыжок τριπλό πήδημα (άλμα)•
-ая связь τριπλή σύνδεση.
2. τριπλάσιος•в -ом размере στο τριπλάσιο (μέγεθος, διαστάσεις)•
продавать товар за -ую сумму πουλώ το εμπόρευμα στο τριπλάσιο (σε τριπλάσια τιμή).
εκφρ.- ое правило – (μαθ.) η μέθοδος των τρ ιών. -
7 утроенный
επ. από μτχ.τριπλάσιος, τριπλός. -
8 Three
adj.P. and V. τρεῖς, τρισσοί (rare P. but found in Dem. 1208; Plat., Gorg. 477B; Rep. 435B), V. τρίπτυχοι.Three times: P. and V. τρίς.Three times as much: Ar. and P. τριπλάσιος.In three ways: P. τριχῆ.Divide into three: P. τριχῆ διαιρεῖν.Worth three drachmas, adj.: Ar. τρίδραχμος.With three bodies: V. τρισώματος.——————subs.The number three: P. τριάς, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Three
-
9 Thrice
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thrice
-
10 Treble
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Treble
-
11 Triple
adj.V. τριπλοῦς.Three times as much: Ar. and P. τριπλάσιος.Three fold: V. τρίπτυχος, τρίμοιρος.Triple-bodied: V. τρισώματος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Triple
См. также в других словарях:
τριπλάσιος — thrice as many masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλάσιος — α, ο / τριπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ 1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα) τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον (α. «τα έξοδα φέτος είναι τριπλάσια» β. «ζημιοῡσθαι... τριπλασίᾳ τῆς πρώτης ζημίας», Πλάτ. γ. «τοῡτον τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον… … Dictionary of Greek
τριπλάσιος — α, ο επίρρ. α, 1. τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, τριπλός: Το 6 είναι τριπλάσιο του 2. 2. το ουδ. ως ουσ., τριπλάσιο, το τριπλάσια ποσότητα: Να βάλεις στη βανίλια το τριπλάσιο ζάχαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριπλασίω — τριπλάσιος thrice as many masc/neut nom/voc/acc dual τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίων — τριπλάσιος thrice as many fem gen pl τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen pl τριπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίως — τριπλάσιος thrice as many adverbial τριπλάσιος thrice as many masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλάσιον — τριπλάσιος thrice as many masc acc sg τριπλάσιος thrice as many neut nom/voc/acc sg τριπλασίων masc/fem voc sg τριπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίοις — τριπλάσιος thrice as many masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίου — τριπλάσιος thrice as many masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίους — τριπλάσιος thrice as many masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριπλασίῃ — τριπλάσιος thrice as many fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)