Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τριθέλυμνος

См. также в других словарях:

  • τριθέλυμνος — ον, Α τρίπτυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θέλυμνος (< θέλυμνον «θεμέλιο»), πρβλ. τετρα θέλυμνος] …   Dictionary of Greek

  • θέλυμνον — θέλυμνον, τὸ (Α) στον πληθ. τά θέλυμνα τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία τού κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β συνθετικό, ενώ ο τ. θέλυμνα στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως διόρθωση αντί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»