-
1 τριακοντούτης
τριᾱκοντούτης, τριακονταετήςmasc /fem acc pl (attic epic doric)τριᾱκοντούτης, τριακονταετήςmasc /fem nom /voc pl (doric aeolic)τριᾱκοντούτης, τριακονταετήςmasc /fem nom sgτριᾱκοντούτης, τριακονταετήςnom sg -
2 τριακοντούτης
A v. τριακονταέτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντούτης
-
3 πεντεκαιτριακοντάμετρος
A of thirty-five metres, Sch.Ar. Pax 974. [full] τριᾱκοντούτης, ες, ([etym.] ἔτος) thirty-five years old, Pl.Lg. 774a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιτριακοντάμετρος
-
4 προοξυτονέω
A = παροξυτονέω, in [voice] Pass., Phot. s.v. τριακοντούτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προοξυτονέω
-
5 τριακονταέτης
A thirty years old, Pl.Lg. 914b, 961b (in the former place without a variant, in the latter codd. AO have τριακοντ' ἔτη), PAmh.2.84.12 (ii/iii A. D.), Riv.Fil.57.379 (Aptera, iii/iv A. D.); also in forms [full] τριᾱκοντέτης (q. v.) and [full] τριᾱκοντούτης, ου, ὁ, acc. pl. the men of thirty years,Pl.
R. 539a, Lg. 670a; nom. sg. masc.- ούτης Gal.6.471
; fem. [full] τριακοντοῦτις, Is.6.14, CRAcad.Inscr.1932.85 (Tipasa in Mauretania).II of or for thirty years,τριακονταέτεις σπονδαί Th.5.14
, X.HG5.2.2;αἱ τριακοντούτεις σπονδαί Th.1.23
, 115, 2.2 (whence 5.14 and X. l. c. have been corrected): in fem. form, σπονδὰς τριηκοντοέτιδας (v.l. -ταέτιδας) Hdt.7.149;σπονδαὶ τριακοντούτιδες Ar. Ach. 194
, cf. Eq. 1388, Th.1.87 (though elsewh. he uses the form in νς as fem., v. supr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακονταέτης
См. также в других словарях:
τριακοντούτης — ες / τριακοντούτης, οῡτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, ούτιδος, Α ο τριακονταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού… … Dictionary of Greek
τριακοντούτης — τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom sg τριᾱκοντούτης , τριακονταετής nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
τριακονταέτηρος — ον, Μ βλ. τριακοντούτης … Dictionary of Greek
τριακοντούτις — ιδος, ἡ, / τριακοντοῡτις, ΝΑ βλ. τριακοντούτης … Dictionary of Greek