-
61 тормошить
тормошитьнесов прям., перен τραβώ, τραβολογώ, συχνοτραβώ, φορτώνομαι/ ἐνοχλώ (надоедать):\тормошить за рукав τραβώ ἀπ· τό μανίκι. -
62 трепать
трепатьнесов1. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω, μπερδεύω/ τραβολογώ (раздергивать):\трепать волосы ἀναμαλλιάζω, ἀνακατώνω τά μαλλιά·2. (похлопывать, поглаживать) χτυπώ φι-· λικά, χαϊδεύω:\трепать по плечу́ χτυπώ φιλικά στον ὠμο·3. (обувь, одежду и т. п.) разг χαλ(ν)ώ, παληὠνω (μετ.), φθείρω:\трепать о́бувь χαλ(ν)ώ τά παπούτσια· \трепать платье παληώνω τό φόρεμα· \трепать кни́ги φθείρω τά βιβλία·4. (языком) груб. γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ·5. (лен, коноплю) κοπανίζω, καθαρίζω· ◊ \трепать за уши τραβῶ τ' αὐτιά· \трепать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· его́ треплет лихорадка τόν δέρνει ὁ πυρετός· \трепать нервы кому́-л. разг ἐκνευρίζω κάποιον \трепать чье-л. имя κακολογώ, δυσφημώ κάποιον. -
63 увлекать
увлекатьнесов1. σύρω, ἔλκω, παρασύρω/ τραβώ (о воде)·2. трен. τραβώ, γοητεύω, ἐλκύω. -
64 хлебнуть
хлебнутьсов1. однокр. к хлебать·2. (выпить хмельного) разг πίνω:\хлебнуть лишнего разг παραπίνω·3. (испытать) τραβώ:\хлебнуть го́ря τραβώ πολλά. -
65 щипать
щипатьнесов1. τσιμπώ·2. (жечь, вызывать боль \щипать о морозе, горчице и т. п.) τσούζω:мыло щиплет глаза τό σαπούνι τσούζει στά μάτια·3. (дергать, теребить) τραβώ·4. (траву и т. п.) κόβω, τραβώ, μαδώ·5. (птицу и т. п.) μαδώ. -
66 μαρτύριο(ν)
τό1) прям., перен. мучение, мука, пытка;καταντώ μαρτύριο(ν) — мучить;
υποβάλλω σε μαρτύρια — подвергать мучениям;
υφίσταμαι ( — или υποφέρω, τραβώ) μαρτύρια — терпеть, испытывать мучения;
απ' αυτό το παιδί τραβώ μαρτύρια — с этим ребёнком одно мучение;
2) свидетельство, доказательство -
67 μαρτύριο(ν)
τό1) прям., перен. мучение, мука, пытка;καταντώ μαρτύριο(ν) — мучить;
υποβάλλω σε μαρτύρια — подвергать мучениям;
υφίσταμαι ( — или υποφέρω, τραβώ) μαρτύρια — терпеть, испытывать мучения;
απ' αυτό το παιδί τραβώ μαρτύρια — с этим ребёнком одно мучение;
2) свидетельство, доказательство -
68 drag
[dræɡ] 1. past tense, past participle - dragged; verb1) (to pull, especially by force or roughly: She was dragged screaming from her car.) τραβώ2) (to pull (something) slowly (usually because heavy): He dragged the heavy table across the floor.) σέρνω3) (to (cause to) move along the ground: His coat was so long it dragged on the ground at the back.) σέρνομαι4) (to search (the bed of a lake etc) by using a net or hook: Police are dragging the canal to try to find the body.) ερευνώ το βυθό5) (to be slow-moving and boring: The evening dragged a bit.) τραβώ σε μάκρος2. noun1) (something which slows something down: He felt that his lack of education was a drag on his progress.) κώλυμα2) (an act of drawing in smoke from a cigarette etc: He took a long drag at his cigarette.) ρουφηξιά3) (something or someone that is dull and boring: Washing-up is a drag.) αγγαρεία4) (a slang word for women's clothes when worn by men.) (αργκό) γυναικείο ντύσιμο από άνδρες, ντύσιμο τραβεστί -
69 влачить
-чу, -чишь, ρ.δ.μ.1. (παλ. γραπ. λόγος) σέρνω, σύρω, τραβώ•влачить цепь страданий τραβώ (υποφέρω) το ένα μετά το άλλο τα βάσανα•
влачить оковы σέρνω τα δεσμά•
влачить груз сомнений σέρνω (κουβαλώ) το βάρος των αμφιβολιών.
2. ζω, διαβιώ•влачить жалкое существование περνώ άθλια (ελεεινή) ζωή.
σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι. || πηγαίνω. || περνώ, παρέρχομαι•часы -атся οι ώρες περνούν.
-
70 внимание
-я ουδ.1. προσοχή•слушать со -ем ακούω με προσοχή•
привлечь внимание τραβώ την προσοχή•
в центре -я στο κέντρο της προσοχής•
достойный -я άξιος προσοχής, αξιοπρόσεκτος.
2. φροντίδα, μέριμνα•с должным -ем με την απαιτούμενη προσοχή•
оставить без -я δεν προσέχω, δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.
εκφρ.-! – προσοχή! (παράγγελμα)•- го кого – σε γνώση κάποιου, για γνώση, γιά να γνωρίζει•- го покупателей – για να ξέρουν οι αγοραστές•обратить внимание – δίνω προσοχή•обратить на себя - – τραβώ την προσοχή•уделить внимание – δίνω προσοχή, δείχνω ενδιαφέρο•принять во внимание – παίρνω υπ’ όψη. -
71 вовлечь
-еку, -ечёшь, -екут, παρλθ. χρ. вовлек, -екла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -е-ченный, ор: -чен, -чена, -чею, ρ.σ.1. τραβώ, προσελκύω•вовлечь в общественную работу τραβώ στην κοινωνική δουλειά.
2. σέρνω, σύρω μέσα με δυσκολία.τραβιέμαι, προσελκύομαι, με τραβάει, μου αρέσει. -
72 всосать
всосу, всосёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всосанный, βρ: -сан, -а, -оρ.σ.μ.ροφώ, ρουφώ, αναρροφώ, μυζώ., βυζαίνω, τραβώ•всосать влагу из почвы τραβώ υγρασία από το έδαφος.
εκφρ.всосать с молоком (матери) – αφομοιώνω από μικρός.ρουφιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
73 выбрать
-беру, -берешь ρ.σ.μ.1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•
выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•
выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.
2. εκλέγω με ψηφοφορία•выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.
3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.
|| εξαντλώ, καταναλώνω•выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.
4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.
5. λαβαίνω, παίρνω•выбрать патент παίρνω πατέντα,
απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.
|| απαλλάσσομαι•выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.
2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.3. βλ. выбрать (4 σημ.). -
74 выдрать
-
75 вынуть
-ну, -нешь, προστκ. вынь, ρ.σ.μ.1. βγάζω, εξάγω, τραβώ, σύρω έξω•вынуть деньги из кармана βγάζω χρήματα από τη τσέπη•
вынуть нож τραβώ μαχαίρι.
2. (κοπτική) φτιάχνω εσοχή.εκφρ.вынуть душу ή дух – (διαλκ.) βγάζω την ψυχή (καταβασανίζω)•вынуть душу ή сердце – παλ. βγάζω την ψυχή (βασανίζω ψυχικά, ηθικά).βγαίνω, εξάγομαι, εμφανίζομαι. -
76 вытрепать
-плю, -плешь, ρ.σ.μ.1. κοπανίζω, στουμπίζω•вытрепать лен κοπανίζω το λινάρι.
2. (απλ.) τραβώ•вытрепать уши τραβώ τ’ αυτιά (τιμωρώ).
-
77 дотянуть
-яну, -янвшь ρ.σ.μ.1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.
3. τραβώ ως το τέλος.4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.
5. βραδύνω, παρατείνω.6. περνώ, τα βολεύω.1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο). -
78 завладеть
ρ.σ.1. κυριεύω, παίρνω, καταλαβαίνω•завладеть неприятной крепостью κυριεύω εχθρικό οχυρό.
|| ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι, αρπάζω•завладеть чужим имением αρπάζω ξένη περιουσία.
|| συναρπάζω, κατέχω, τραβώ, προσελκύω• завладетьобшим вниманием τραβώ την προσοχή όλων•завладеть нитью разговора συναρπάζω με την ομιλία.
2. μτφ. υποτάσσω ψυχικά. -
79 затащить
-тащу, -тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затащенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ,μ.1. σέρνω, σύρω, τραβώ•затащить мешок в сарай τραβώ το τσουβάλι στην αποθήκη.
2. μεταφέρω μακριά•собака -ла туфли το σκυλί πήγε τα παπούτσια μακριά.
3. μτφ. φέρω (με βία ή με παράκληση, πειθώ)•затащить к себе приятеля обедать φέρω με παρακάλια το φίλο να φάμε σπίτι μου»
(απλ.) έρχομαι• πηγαίνω. -
80 налечь
-лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. налг, -легла, -ло, προστκ. наляг.ρ.σ.1. στηρίζομαι ακουμπώ•налечь на подоконник ακουμπώ οτο κατώφλι του παράθυρου•
налечь на стол грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος.
|| πιέζω με το βάρος, πατώ επικάθομαι. || μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει.2. πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι•на всла τραβώ γερό κουπί.
|| μτφ. εξασκώ επίδραση, πίεση.3. μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα•налечь на работу ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά.
4. επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.).ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, πέφτω•на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε.
См. также в других словарях:
τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… … Dictionary of Greek
τραβώ — τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος 1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα. 2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια. 3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραβώ — τραβάω / τραβώ, τράβηξα βλ. πίν. 66 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοντοτραβώ — τραβώ κάποιον ή κάτι από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + τραβώ] … Dictionary of Greek
λεβάρω — τραβώ αλυσίδα ή παλαμάρι, σύρω με αλυσίδα ή με παλαμάρι ένα πλεούμενο στη στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levare «υψώνω»] … Dictionary of Greek
ξεμανταλώνω — τραβώ τον μάνταλο τής πόρτας, ανοίγω την πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μανταλώνω] … Dictionary of Greek
ξεφιτιλίζω — τραβώ προς τα έξω και καθαρίζω το φιτίλι τού λυχναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φιτίλι] … Dictionary of Greek
προσελκύω — τραβώ προς το μέρος μου, σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου: Προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek