Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τραβώ+τα

  • 81 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 82 отманить

    -аню, -анишь
    ρ.σ.μ. προσελκύω, έλκω, τραβώ τραβώ την προσοχή.

    Большой русско-греческий словарь > отманить

  • 83 отхватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отхваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. παίρνω, τραβώ, αποσύρω γρήγορα•

    отхватить руку τραβώ γρήγορα το χέρι.

    2. αποκόπτω, κόβω.
    3. αποκτώ, κτώμαι, παίρνω.
    4. εκτελώ, επιδέξια, ζωηρά.

    Большой русско-греческий словарь > отхватить

  • 84 перетянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σέρνω, κουβαλώ, μεταφέρω.
    2. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    3. (προσ)ελκύω, προσηλυτίζω•

    перетянуть на свой сторону τραβώ με το μέρος μου.

    4. (τυπογρ.) μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο, από μια σελίδα σε άλλη.
    5. παρασφίγγω σφιχτοδένω.
    6. ξανατεντώνω.
    7. παρατεντώνω.
    8. βαρύνω, γέρνω, κλίνω•

    левая чаша весов -ла ο αριστερός δίσκος της ζυγαριάς έκλινε.

    || υπερτερώ, νικώ στην έλξη.
    9. μαστιγώνω.
    1. ζώνομαι σφιχτά.
    2. τραβιέμαι, μεταφέρομαι με έλξη.

    Большой русско-греческий словарь > перетянуть

  • 85 поволочить

    -лочу, -лочишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поволоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    σέρνω, σύρω, τραβώ (για ένα χρον. διάστημα). || αρχίζω να σύρω, να τραβώ.
    1. σύρομαι, σέρνομαι, τραβιέμαι.
    2. ερωτοτροπώ, κορτάρω, τραβιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > поволочить

  • 86 поволочь

    -локу, -лочшь, -локут, παρλθ. χρ. поволок
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поволоченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. αρχίζω να σύρω, να τραβώ.
    2. σέρνω, οδηγώ, τραβώ•

    его -кли на допрос τον τράβηξαν για ανάκριση.

    1. αρχίζω να σύρομαι, να τραβιέμαι.
    2. μτφ. σέρνομαι, βαδίζω με δυσκολία.
    3. ερωτοτροπώ, κορτάρω, τραβιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > поволочь

  • 87 подобрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подобранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о.
    1. περισυλλέγω, περιμαζεύω, συμμαζεύω παίρνω• σηκώνω•

    подобрать раненых с поля сражения περισυλλέγω τους τραυματίες από το πεδίο της μάχης.

    || παίρνω μαζί μου (κάτι παρατημένο, πεταμένο). || παίρνω μαζί μου καθ οδόν (οδο ιπόρο κ.ι;τ.).
    2. παίρνω κρύβω συμμαζεύω•

    подобрать ноги συμμαζεύω τα πόδια.

    || τραβώ, σφίγγω προς τα μέσα•

    подобрать губы σουφρώνω τα χείλη.

    || τεντώνω•

    -вожжи σφίγγω (τραβώ) τα χαλινά.

    3. αναδιπλώνω, ανασηκώνω, μαζεύω.
    4. διαλέγω επιλέγω•

    подобрать костюм διαλέγω κοστούμι•

    подобрать клеи к замку διαλέγω κλειδί (που να ταιριάζει) για την κλείδων ιά.

    || συγκεντρώνω (το απαιτούμενο)•

    подобрать все материалы συγκεντρώνω όλα τα υλικά.

    1. διαλέγομαι, επιλέγομαι γίνομαι, σχηματίζομαι•

    коллекция -лась постепенно η συλλογή έγινε βαθμηδόν.

    2. κρυφοπλησιάζω.
    3. χώνομαι, μπαίνω, εισέρχομαι.
    4. σοβαροποιού-μαι, κορδώνομαι.
    5. συστέλλομαι, μαζεύομαι, κουβαριάζομαι.
    6. (απλ.) τελειώνω•

    мука у хозяйки уж вся -лась όλο το αλεύρι της νοικοκυράς τελείωσε πια.

    Большой русско-греческий словарь > подобрать

  • 88 привадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приваженный, βρ: -жен -а -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυνηγ. κ. αλιευ.) δολώνω, βάζω δόλωμα, προσελκύω, τραβώ.
    2. (απλ.) συνηθίζω να μη φοβάται προσελκύω, τραβώ με το μέρος μου.

    Большой русско-греческий словарь > привадить

  • 89 приковать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρίί•

    приковать кованный, βρ: -вал, -а, -о

    1. (κυρλζ. κ. μτφ.) καρφώνω, καθηλώνω•

    прометей был -ван к скале ο Προμηθέας καρφώθηκε στο βράχο•

    болезнь -ла его к постели η άρρωστεια τον καθήλωσε στο κρεβάτι.

    || αλυσοδένω• στερεώνω.
    2. μτφ. τραβώ, προσελκύω•

    приковать к себе всеобщее внимание τραβώ τη γενική προσοχή.

    εκφρ.
    прикованный прометей – ο Προμηθέας δεσμώτης.
    καρφώνομαι, καθηλώνομαι κλπ., ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > приковать

  • 90 провести

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.
    1. μ. περνώ, οδηγώ•

    провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.

    2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•

    провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.

    3. μ• χαράσσω, τραβώ•

    провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.

    4. εγκατασταίνω•

    провести телефон περνώ τηλέφωνο.

    || κατασκευάζω, φτιάχνω•

    провести канал φτιάχνω διώρυγα.

    5. μ. προβάλλω, προτείνω•

    провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.

    || κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•

    провести предложение περνώ την πρόταση.

    6. καταχωρώ, εγγράφω.
    7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•

    провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•

    провести репетицию κάνω πρόβα.

    8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•

    провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.

    || περνώ•

    весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.

    9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.
    εκφρ.
    провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•
    провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > провести

  • 91 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

  • 92 прочеркнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. прочркнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. περνώ, τραβώ γραμμή, παύλα•

    прочеркнуть графу в анкете τραβώ γραμμή στο ερωτηματολόγιο.

    Большой русско-греческий словарь > прочеркнуть

  • 93 сдёрнуть

    ρ.σ.μ. τραβώ, βγάζω•

    сдёрнуть перчатку с руки βγάζω (τραβώντας) το γάντι αποτο χέρι•

    сдёрнуть одеяло с кровати τραβώ το πάπλωμα α-πο το κρεβάτι.

    Большой русско-греческий словарь > сдёрнуть

  • 94 склонить

    склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•

    склонить голову γέρνω το κεφάλι.

    2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.
    3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•
    αποδράσει.
    εκφρ.
    склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•
    склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•
    склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.
    2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•

    солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.

    || στρέφομαι, γυρίζω•

    разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.

    || συμμερίζομαι•

    склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.

    3. πείθομαι• συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > склонить

  • 95 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 96 стащить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σέρνω, σύρω, μεταφέρω σέρνοντας•

    стащить мешок σέρνω το τσουβάλι.

    || παίρνω•

    стащить скатерть со стола παίρνω το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.

    || βγάζω•

    стащить чулки βγάζω τις κάλτσες•

    стащить сэлоги βγάζω τις μπότες.

    2. τραβώ•

    стащить лодку в воду τραβώ τη βάρκα στο νερό.

    || παρασύρω? его -ли в церковь τον πήραν στην εκκλησία.
    3. κλέφτω, βουτώ.
    βγαίνω• αφαιρούμαι• μετακινούμαι με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > стащить

  • 97 теребить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. теребленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.δ.μ.
    1. εγγίζω με τα δάχτυλα. || τραβώ, τινάζω•

    теребить кого за плечо τραβώ κάποιον από τον ώμο.

    2. μτφ. ενοχλώ.
    3. ξεριζώνω•

    теребить лн ξεριζώνω το λινάρι.

    1. τραβιέμαι, τινάζομαι.
    2. ξεριζώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > теребить

  • 98 трахнуть

    ρ.σ.
    1. κροτώ, βροντώ• μπουμπουνίζω•

    далеко -ул выстрел μακριά βρόντηξε ντουφέκια•

    трахнуть из ружья τουφεκίζω, πυροβολώ.

    || τουφεκίζω, πυροβολώ.
    2. μ. χτυπώ δυνατά•, трахнуть кулаком по столу χτυπώ δυνατά τη γροθιά στο τραπέζι.
    3. (απλ.) κινώ απότομα, γρήγορα• τραβώ•

    трахнуть за галстук τραβώ από τη γραβάτα•

    -ем туда πάμε γρήγορα προς τα κει.

    1. πέφτω με δυνατό κρότο, γδουπώ.
    2. χτυπώ, προσκρούω σε κάτι•

    трахнуть головой о перекладину χτυπώ το κεφάλι στο οριζόντιο δοκάρι.

    Большой русско-греческий словарь > трахнуть

  • 99 втягивать

    έλκω, σύρω, τραβώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > втягивать

  • 100 выбирать

    1. (выделить, отобрать по ка-кому-л. признаку) διαλέγω, επιλέγω 2. мор. εισέλκω/παίρνω/τραβάω μέσα
    - втугую τεντώνω/εντείνω (το σχοινί/σκοινί)
    -канат σύρω/τραβώ το σχοινί (με τα χέ-ρια/διά χειρών)
    - слабину ταχύω/χαλαρώνω (το σχοινί/σκοινί)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выбирать

См. также в других словарях:

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος 1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα. 2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια. 3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραβώ — τραβάω / τραβώ, τράβηξα βλ. πίν. 66 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοντοτραβώ — τραβώ κάποιον ή κάτι από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + τραβώ] …   Dictionary of Greek

  • λεβάρω — τραβώ αλυσίδα ή παλαμάρι, σύρω με αλυσίδα ή με παλαμάρι ένα πλεούμενο στη στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levare «υψώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεμανταλώνω — τραβώ τον μάνταλο τής πόρτας, ανοίγω την πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μανταλώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεφιτιλίζω — τραβώ προς τα έξω και καθαρίζω το φιτίλι τού λυχναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φιτίλι] …   Dictionary of Greek

  • προσελκύω — τραβώ προς το μέρος μου, σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου: Προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»