Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τρί-δουλος

См. также в других словарях:

  • τρίδουλος — ον, Α 1. αυτός που έχει γεννηθεί από μητέρα δούλα, τής οποίας η μητέρα και η γιαγιά ήταν επίσης δούλες 2. φρ. «ζεῦγος τρίδουλον» τρεις δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δοῦλος] …   Dictionary of Greek

  • τριπέδων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ δούλος ή κακοποιός που τού έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι πέδων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»