-
1 τρίδουλος
τρί-δουλος, ον,A thrice a slave, Ach. Tat.8.1; by descent,οὐδ' ἐὰν τρίτης.. μητρὸς φανῶ τ. S.OT 1063
; as slave of a slave's slave, Theopomp.Hist.244.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίδουλος
См. также в других словарях:
τρίδουλος — ον, Α 1. αυτός που έχει γεννηθεί από μητέρα δούλα, τής οποίας η μητέρα και η γιαγιά ήταν επίσης δούλες 2. φρ. «ζεῦγος τρίδουλον» τρεις δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δοῦλος] … Dictionary of Greek
τριπέδων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ δούλος ή κακοποιός που τού έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι πέδων] … Dictionary of Greek