Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τρίγλυφος

См. также в других словарях:

  • τρίγλυφος — thrice cloven masc/fem nom sg τρίγλυφος thrice cloven fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλυφος — η, ο / τρίγλυφος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές («αἰχμὴ τρίγλυφος» η τρίαινα, Οππ.) 2. (το θηλ., το ουδ. και σπαν. το αρσ. ως ουσ.) η τρίγλυφος, το τρίγλυφο(ν) και σπαν. νεοελλ. ο τρίγλυφος (στην αρχ. ελλ. αρχιτ.) στοιχείο τού διακόσμου… …   Dictionary of Greek

  • τρίγλυφος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις γλυφές. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίγλυφος και το ουδ. ως ουσ., τρίγλυφο, το τετράπλευρο διακοσμητικό μέλος του δωρικού θριγκού πάνω από το επιστύλιο, που έχει τρεις παράλληλες προεξοχές και τρεις γλυφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίγλυφον — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem acc sg τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc sg τρίγλυφος thrice cloven fem acc sg τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγλύφοις — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem/neut dat pl τρίγλυφος thrice cloven fem dat pl τρίγλυφος thrice cloven neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγλύφου — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem/neut gen sg τρίγλυφος thrice cloven fem gen sg τρίγλυφος thrice cloven neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγλύφων — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem/neut gen pl τρίγλυφος thrice cloven fem gen pl τρίγλυφος thrice cloven neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγλύφους — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem acc pl τρίγλυφος thrice cloven fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλυφα — τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc pl τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλυφοι — τρίγλυφος thrice cloven masc/fem nom/voc pl τρίγλυφος thrice cloven fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίγλυφ' — τρίγλυφα , τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc pl τρίγλυφα , τρίγλυφος thrice cloven neut nom/voc/acc pl τρίγλυφε , τρίγλυφος thrice cloven masc/fem voc sg τρίγλυφε , τρίγλυφος thrice cloven fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»