-
1 τρεπτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεπτέον
-
2 τρεπτικός
A causing change in,δύναμις -κὴ τῆς ὕλης Plot.2.3.17
; epith. of the sign Libra, Heph. Astr.1.1:—f.l. for θρεπτικός, Max.Tyr.10.2.2 Adv.-κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην
by revolution,Placit.
3.13.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεπτικός
-
3 τρεπτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεπτός
-
4 τρεπτότης
A = τροπή, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεπτότης
-
5 σκνίψ
σκνίψ, ὁ, seltener ἡ, gen. σκνῑπός u. σκνῑφός, nom. plur. σκνῖπες, Lob. Phryn. 399 f (vgl. κνίζω, σκνίπτω), wie κνίψ, eine Ameisenart, welche die Feigen benagt; – auch ein Wurm, der unter der Baumrinde das Holz zernagt, Plut. Symp. 2, 3, 2, VLL.; ἐξ οἴνου τρεπ ομένου, S. Emp. pyrrh. 1, 41. – Sprichwörtlich σκνὶψ ἐκ χώρας, von schnell Wegspringenden, Strattis bei Zenob. 5, 35, vgl. Phot.
-
6 τρέπω
(αόρ. έτρεψα, παθ. αόρ. ετράπην, μετχ. ηρκ. τετραμμένος) μετ.1) поворачивать; направлять; 2) превращать, обращать; обменивать (деньги);τρέπ τον δεκαδικόν αριθμό σε κλάσμα — превращать десятичную дробь в простую;
γ τρέπω εις φυγήν — обращать в бегство;
τρέπομαι уст. — направляться;
§ τρέπομαι εις φυγήν — обращаться в бегство
-
7 συμπεριφέρω
II [voice] Pass., to be carried round together, Pl.R. 617b;συμπεριφέρεσθαι περιφοράν Id.Phdr. 248a
;τὸν αὐτὸν κύκλον Epicur.Ep.2p.53U.
; with..,Placit.
2.13.9;τὰ ἀπλανῆ συμπεριφέρεται τῷ οὐρανῷ Stoic.2.195
, cf. Theo Sm. p.134 H.;σ. [τοῦ ἡλιοσκοπίου] ἡ κόμη τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Dsc.4.164
, cf. 190 (v.l. for -τρεπ-);τοῦ ὄμματος περιφερομένου συμπεριφέρεσθαι καὶ τὰς ὄψεις Hero
*Deff.135.10.2 συμπεριφέρεσθαί τινι go about with one, have intercourse with one, live in his society, Plb.2.17.12, 4.35.7, 5.15.2, Ath.12.548a, Hierocl. in CA9p.432M.; of a king's intercourse with a queen, D.S.17.77; of a queen's intercourse with her husband and her son, OGI308.13 (Hierapolis, ii B.C.); συμπεριενεχθῆναι εἴς τινα εὐχρώμως prob. in PRyl.237.8 (iii A.D.).3 of circumstances, accommodate or adapt oneself to,τοῖς καιροῖς σ. πρὸς τὸ κράτιστον Aeschin.2.164
, cf. PEnteux.45.6 (iii B.C.), SIG707.10 (Olbia, ii B.C.), Inscr.Prien. 135 (i B.C.);ταῖς ἐνισχυούσαις δόξαις Phld.Piet.27
;τοῖς πράγμασιν ἐλαφρῶς καὶ μετρίως Plu.2.468e
;καλῶς -οισθησόμεθα τοῖς τῆς φύσεως Polystr.Herc.346p.89V.
: abs., show indulgence, IPE12.32A31 (Olbia, iii B.C.), Musée Belge 11.99 (Ceos, iii B.C.), OGI244.16 (Daphne, ii B.C.): c. dat. pers., PCair.Zen. 367.10 (iii B.C.).4 of things, understand and follow, be conversant with,τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν Phld.Rh.2.49
S.; τοῖς λεγομένοις, τοῖς παραγγελλομένοις, Plb.3.10.2, 10.23.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπεριφέρω
См. также в других словарях:
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
επιτρωπώ — ἐπιτρωπῶ, άω (ποιητ. τ. αντί επιτρέπω) (Α) 1. επιτρέπω 2. εμπιστεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρωπώ «γυρίζω ανάποδα» (< τρέπω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη εκτεταμένη βαθμίδα τρωπ τού θ. τρεπ ] … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek
τρωπώ — άω και δ. γρφ. μέσ. τροπῶμαι, άομαι, Α (ποιητ. επιτ. τ.) 1. αλλάζω, μετατρέπω 2. στρέφω ή κάμπτω κάτι 3. μέσ. τρωπῶμαι, άομαι α) γυρίζω πίσω β) τρέπομαι σε φυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. επαναληπτικός ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
τρόπα — η, ΝΑ (στην αρχαιότητα) παιχνίδι ανάλογο με τα σημερινά λακουβάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τού θ. τρεπ τού τρέπω] … Dictionary of Greek
Φ, φ — Το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το φ (όπως και τα χ, ψ, ω), αντίθετα με τα άλλα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, που προήλθαν από τροποποίηση σημιτικών γραμμάτων, είναι επινόηση των Ελλήνων, και χρησιμοποιήθηκε για την παράσταση … Dictionary of Greek