-
61 отливать
отливатьнесов1. ἐκχέω, χύνω:\отливать воду из стакана χύνω νερό ἀπό τό ποτήρι·2. (изготовлять литьем) ἐκτυπῶ, χύνω/ καλουπιάζω (формовать)·3. (разными цветами) λάμπω, ἀκτινοβολώ, μαρμαίρω:\отливать красным ἀκτινοβολώ κόκκινο χρώμα· ◊ \отливать пу́ли разг τά παραλέω, λέω ψευτιές. -
62 оттенок
оттен||окм прям., перен ἡ ἀπόχρωση, ἡ χροιά, ὁ χρωματισμός:голубой цвет разных \оттенокков γαλάζιο χρῶμα διαφόρων ἀποχρώσεων\оттенокки в значении слова о£ ἀποχρώσεις τής σημασίας τής λέξης· говорить с \оттенокком иро́иии ὁμιλώ μέ είρωνικό τόνο. -
63 переменить
переменитьсов ἀλλάζω, ἀλλάσσω, μεταβάλλω:\переменить белье ἀλλάζω ἀσπρόρρουχα· \переменить квартиру ἀλλάζω διαμέρισμα \перемениться ἀλλάζω (άμετ.), μεταβάλλομαι:\перемениться к лучшему (худшему) ἀλλάζω προς τό καλύτερο (χειρότερα)· ветер переменился ὁ ἀέρας γύρισε· ◊ \перемениться в лице χάνω τό χρῶμα μου. -
64 пурпур
пурпурм ἡ πορφύρα, τό πορφυροῦν, τό πορφυρό χρώμα:окрашивать в \пурпур πορ-φυρῶ, βάφω πορφυρό. -
65 раскраека
раскрае||каж1. (действие) ἡ ραφή, τό βάψιμο·2. (расцветка) τό χρώμα, ὁ χρωματισμός:пестрая \раскраекака ἡ ποίκιλση [-ις]. -
66 розоветь
розо||ветьнесов ἀποκτώ ρόδινο χρώμα. -
67 румянец
румян||ецм τό κόκκινο χρώμα τοῦ προσώπου:покривиться \румянеццем κοκκινίζω. -
68 салатный
салат||ныйприл:\салатныйный цвет τό λαχα-νί (или τό πράσινο) χρώμα. -
69 синева
синеваж ἡ γαλανάδα, ἡ κυανότης, τό №βή χρώμα -
70 стальной
сталь||нойприл прям., перен ἀτσαλένιος, χαλύβδινος:\стальнойно́й цвет τό χρώμα ἀτσαλιοῦ· \стальнойная воля ἡ χαλύβδινη θέληση. -
71 табачный
табачн||ыйприл1. τοῦ καπνοῦ:\табачныйая фабрика τό καπνεργοστάσιο[ν]· \табачный магазин τό καπνοπωλεῖο[ν]· \табачныйая промышленность ἡ καπνοβιομηχανία·2. (о цвете) χρώμα καπνοῦ. -
72 тельный
тельн||ыйприл τοῦ σώματος, τής σαρκός:\тельныйого цвета τό χρώμα κρεατί. -
73 темно-серый
темно-серыйприл σκοδρο γκρίζο (χρώμα). -
74 яркий
ярк||ийприл прям., перен φωτεινός, λαμπρός (тж. перен)/ φανταχτερός, χτυπητός (тж. о цвете):\яркий блеск ἡ ζωηρή λάμψη· \яркий цвет τό χτυπητό χρώμα· \яркийое солнце φωτεινός ήλιος· \яркийое у́тро ἡλιόλουστο πρωινό· \яркийая личность φαεινή προ-σωπικότης· \яркийий талант τό φωτεινό ταλέντο· \яркий пример τό λαμπρό (или χτυπητό) παράδειγμα· \яркийο выраженный Εντονος. -
75 окраска
[ακράσκα] ουσ. θ. χρώμα -
76 румянец
[ρουμγιάνιτς] ουσ. α. το κόκκινο χρώμα του προσώπου -
77 салатный
[σαλάτνυϊ] εκ. λαχανί (χρώμα) -
78 цвет
[τσβιέτ] ουσ. α χρώμα -
79 окраска
[ακράσκα] ουσ θ χρώμα -
80 румянец
[ρουμγιάνιτς] ουσ α το κόκκινο χρώμα του προσώπου
См. также в других словарях:
χρῶμα — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
χρώμα — το, ατος 1. η οπτική εντύπωση που προέρχεται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή όλου του ηλιακού φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων. 2. η χροιά του δέρματος του ανθρώπου: Το χρώμα των Αφρικανών αυτών είναι μαύρο. 3. μπογιά, βαφή. 4. στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek