Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+χρώμα

  • 41 цветоделитель

    ο διαχωριστής χρώμα-τος/χρωμάτων.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цветоделитель

  • 42 цветочувствительность

    η ευαισθησία στο χρώμα/στην απόχρωση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цветочувствительность

  • 43 багрянец

    багр||янец
    м поэт. τό πορφυρό χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > багрянец

  • 44 бордо

    бордо I
    с нескл. (вино) τό μπορντό, τό βορδώ, τό μαύρο κρασί.
    бордо́ II
    прил нескл. (цвет) τό βαθυκόκκινο[ν] χρώμα.

    Русско-новогреческий словарь > бордо

  • 45 васильковый

    васил||ьковый
    прил (о цвете) μπλέ σκούρο, βαθυ-γάλαζο χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > васильковый

  • 46 вишневый

    вишнев||ый
    прил 1.:
    \вишневыйый сад ὁ βυσσινόκηπος· \вишневыйое варенье τό γλυκό βύσσινό \вишневыйая насто́йка λικέρ βύσσινο· \вишневыйый сиро́п ἡ βυσσινάδα·
    2. (цвет) τό βυσσινί χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > вишневый

  • 47 водянистость

    водяни́ст||ость
    ас
    1. ἡ ὑδαρότης·
    2. τό ξεθωριασμένο χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > водянистость

  • 48 голубнзна

    голуб||нзна́
    ж τό γαλάζιο, τό γαλανό (или τό θαλασσί) χρώμα.

    Русско-новогреческий словарь > голубнзна

  • 49 густой

    густ||ой
    прил
    1. (частый, плотный) πυκνός:
    \густойые волосы τά πυκνά μαλλιά· \густойо́й лес τό πυκνό δάσος· \густойое население ὁ πυκνός πληθυσμός·
    2. (о жидкости, тумане и т. п.) πηχτός, πυκνός/ παχύς (о молоке):
    \густойой мрак τό πηχτό σκοτάδι· ◊ \густойой бас τό βαθύ μπάσο, ἡ βαθειά μπάσα φωνή· \густойой цвет τό βαθύ χρῶμα.

    Русско-новогреческий словарь > густой

  • 50 защитимый

    защитимый
    прил προστατευτικός· ◊ ^ цвет τό χρῶμα χακί· \защитимыйая окраска биол. ὁ μιμητισμός· \защитимыйые очки τά μαῦρα γιαλιά, τά γιαλιό γιά τή σκόνη.

    Русско-новогреческий словарь > защитимый

  • 51 зелень

    зелень
    ж
    1. ἡ χλόη, τό χορτάρι, ἡ πρασινάδα·
    2. собир. (овощи) τά λαχανι-κά. τά χορταρικά, τά ζαρζαβατικά·
    3. I (зеленая краска) τό πράσινο χρώμα, ἡ πράσινη μπογιά.

    Русско-новогреческий словарь > зелень

  • 52 колер

    колер
    м жив. τό χρώμα.

    Русско-новогреческий словарь > колер

  • 53 краска

    кра́ск||а
    ж
    1. (красящее вещество) ἡ βαφή, ἡ μπογιά:
    акварельная \краска ἡ νερομπογιά· масляная \краска ἡ λαδομπογιά· клеевая \краска μπογιά μέ κόλλα·
    2. \краскаи мн. (тон, колорит) τά χρώματα·
    3. \краскаи мн. перен (выразительные средства) τά χρώματα, ὁ χρωματισμός·
    4. (румянец):
    \краска стыда τό χρώμα τής ντροπής· вогнать кого́-л. в \краскау κάνω κάποιον νά κοκκινίσει·
    5. (действие) τό βάψιμο:
    отдать в \краскау δίνω γιά βάψιμο· ◊ сгущать \краскаи ὁξύνω τά χρώματα

    Русско-новогреческий словарь > краска

  • 54 лазурь

    лазу́рь
    ж
    1. τό γαλάζιο (или τό οὐρανί) χρώμα, τό λαζούρι! небесная \лазурь ὁ γαλάζιος οὐρανός·
    2. (краска) ἡ γαλανοβα-φή:
    берлинская \лазурь τό πρωσσικό κυανό.

    Русско-новогреческий словарь > лазурь

  • 55 масть

    масть
    ж
    1. (животного) τό τρίχωμα, ὁ χρωματισμός·
    2. карт. τό χρώμα.

    Русско-новогреческий словарь > масть

  • 56 матовый

    матов||ый
    прил μάτ, θαμπός, ἀστιλβής:
    \матовыйая ко́жа лица τό χρώμα μάτ τοῦ προσώπου· \матовыйое стекло́ τό θαμπό γυαλί, τό γυαλί μάτ.

    Русско-новогреческий словарь > матовый

  • 57 местный

    местн||ый
    прил в разн. знач. τοπικός/ ἐντόπιος, ἐγχώριος (здешний, туземный):
    \местныйый житель ὁ ἐντόπιος· \местныйый · колорит τό τοπικό χρώμα· \местныйый говор ἡ ντοπιολαλιά, ἡ τοπική διάλεκτος· \местныйое явление τό τοπικό φαινόμενο· \местныйый наркоз мед. ἡ τοπική ἀναισθησία· \местныйые вли́сти οἱ τοπικές ἀρχές· \местныйый комитет см. местком.

    Русско-новогреческий словарь > местный

  • 58 неопределенный

    неопределенн||ый
    прил ἀόριστος, ἀκαθόριστος / ἀσαφής (не-ясный):
    \неопределенныйый цвет τό ἀκαθόριστο χρῶμα· \неопределенныйый ответ ἡ ἀσαφής ἀπάντησις· отложить на \неопределенныйое время ἀναβάλλω ἐπ' ἀόριστον ◊ \неопределенныйый член грам. τό ἀόριστο[ν] ἄρ-θρο[ν]· \неопределенныйое наклонение грам. τό ἀπα-ρέμφατον.

    Русско-новогреческий словарь > неопределенный

  • 59 нечистый

    нечи́ст||ый
    1. прил ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, λερωμένος:
    \нечистыйая совесть перен ὄχι καθαρή συνείδηση·
    2. прил (с примесью) νοθευμένος, ἀνακατεμένος:
    \нечистый цвет τό ἀνακατεμένο χρῶμα·
    3. прил (нечестный) ἀτιμος:
    \нечистыйое дело ἡ βρωμο-δουλειά· \нечистый на руку ἀπατεώνας, μπαγα-πόντης· ◊ \нечистыйая сила фольк. τό πονηρό πνεύμα, ὁ πονηρός, ὁ ἐξαποδῶ· \нечистый выговор ἡ μπερδεμένη προφορά, ἡ ἐλαττωματική προφορά·
    4. м фольк. ὁ διάβολος, ὁ ἐξαποδῶ.

    Русско-новогреческий словарь > нечистый

  • 60 окраска

    окрас||ка
    ж
    1. (действие) τό χρωμάτισμα, τό βάψιμο, ἡ βαφή·
    2. (цвет) τό χρῶμα, ὁ χρωματισμός·
    3. перен ἡ ἀπόχρωση, ὁ χρωματισμός, ἡ χροιά:
    стилистическая \окраскака слова ὁ χρωματισμός τοῦ λόγου (τοῦ λεκτικοῦ ὑφους).

    Русско-новогреческий словарь > окраска

См. также в других словарях:

  • χρῶμα — skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — το, ατος 1. η οπτική εντύπωση που προέρχεται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή όλου του ηλιακού φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων. 2. η χροιά του δέρματος του ανθρώπου: Το χρώμα των Αφρικανών αυτών είναι μαύρο. 3. μπογιά, βαφή. 4. στον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»