-
21 румянец
-нца α.1. το ροδοκόκκινο χρώμα του προσώπου.2. μτφ. το ροδαυγές χρώμα. -
22 цветность
-и θ.χρώμα, χρωματισμός•пива το χρώμα της μπύρας.
-
23 белила
1. (белый пигмент) η λευκή χρωματική ουσία, ο σοβάς 2. (краска) το λευκό χρώμα (βαφή), ο σοβάς, το ασβεστοκονίαμαсвинцовые - του μολύβδου, ο βασικός ανθρακικός μόλυβδοςцинковые - του ψευδαργύρου, το λευκό οξ(ε)ίδιο του ψευδαργύρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > белила
-
24 белить
1. (покрывать побелкой) ασβεστώνω, βάφω με ασβέστη, ασπρίζω 2. (отбеливать) λευκαίνω, ασπρίζω 3. (обесцвечивать) αποχρωματίζω 4. (придавать белый цвет) ασπρίζω, λευκαίνω, δίνω λευκό χρώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > белить
-
25 закрасить
χρωματίζω, καλύπτω/σκεπάζω με χρώμα/βαφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрасить
-
26 колер
(жив.) το χρώμα, η απόχρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колер
-
27 краситель
η χρωστική ουσία, το χρώμα, η βαφή * - выцветает - ξεθωριάζειРусско-греческий словарь научных и технических терминов > краситель
-
28 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
29 нитрокраска
το χρώμα του βαμβα-κοπυρίτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нитрокраска
-
30 нитроэмаль
το χρώμα του βαμβακοπυρίτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нитроэмаль
-
31 отмывка
1. (мытьё) το ξέπλυμα, η απόπλυση 2. (чертежа) о (υδατο)χρωμα-τισμός (του σχεδίου) 3. (карт.) (рельефа) η σκίαση του ανάγλυφου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отмывка
-
32 перекрасить
1. (выкрасить заново, ещё раз) επαναχρωματίζω, ξαναβάφω 2. (изменить цвет) αλλάζω την απόχρωση/το χρώμα 3. (выкрасить всё, многое) βάφω (όλα ή πολλά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекрасить
-
33 плёнка
1. (тех., фото) η ταινία, το φίλμ (ξεν.)заряжать - у кфт. οπλίζω την -целлофановая - πλαστική - κελλοφάνης/σε-λοφάνης(για σακκούλες κ.λπ.)2. (оболочка, тонкий слой чего-л.) το λεπτό στρώμαобволакивать - ой καλύπτω/επικαλύπτω με -покровная кож. - επικάλυψης3. (тонкая кожица, ткань) о υμένας, ο υμήν 4. бот. το λέπυρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плёнка
-
34 проверка
1. (испытание) η δοκιμή 2. (осмотр) о έλεγχ/ος, η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проверка
-
35 пурпур
η πορφύρα, το πορφυρούν (χρώμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пурпур
-
36 разводить
1. (напр. мосты) ανοίγω 2. (растворять) διαλύω 3. (растения) καλλιεργώ 4. (животных) (εκ)τρέφωμεγαλώνω5. (огонь) ανάβω 6. (пары) ανεβάζω την πίεση 7. (пилу) κανονίζω/ρυθμίζω τους οδόντες (του πριονιού) 8. (расторгать чей-л. брак) δίνω/χορηγώ διαζύγιοδιαζευγνύω, χωρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разводить
-
37 свет
I.(лучистая энергия, освещение, источник освещения и т.п) το φωςдневной - της ημέρας, φυσικό -II.(земной шар, Мир) η Γη, ο κόσμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свет
-
38 сепия
1.(головоногий моллюск) η ση-πία, разг. η σουπιά 2. (коричневая краска) η σέπια 3. (фотография коричневого тона) η φωτογραφία με καφετί φόντο/χρώμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сепия
-
39 хром
I.хим. (Cr) το χρώμιο.II.1.(кожа) το δέρμα κατεργασμένο με χρώμιοτο δέρμα μποξ, το μποξ κάλφ (ξεν.)2. (жёлтая краска) η κίτρινη βαφή, το κίτρινο χρώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хром
-
40 цветность
το χρώμα, ο χρωματισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цветность
См. также в других словарях:
χρῶμα — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
χρώμα — το, ατος 1. η οπτική εντύπωση που προέρχεται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή όλου του ηλιακού φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων. 2. η χροιά του δέρματος του ανθρώπου: Το χρώμα των Αφρικανών αυτών είναι μαύρο. 3. μπογιά, βαφή. 4. στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek