Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το+παράδειγμα

  • 61 тон

    -а, πλθ. тона κ. тоны α.
    1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•

    низкий тон χαμηλός τόνος•

    -ие -а υψηλοί τόνοι.

    2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.
    3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•

    минорный тон ο τόνος μινόρε.

    4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•

    чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.

    5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•

    повелительный тон προστακτικός τόνος.

    || στυλ λόγου ή έργου•

    полемический тон πολεμικός τόνος.

    || χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).
    6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•

    светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.

    εκφρ.
    в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•
    в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•
    под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•
    -ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•
    -ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•
    задавать тонπαλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•
    задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•
    повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•
    сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•
    попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό.

    Большой русско-греческий словарь > тон

  • 62 убедительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. πειστικός• πειστήριος•

    убедительный пример πειστικό παράδειγμα•

    -ые факты πειστικά, γεγονότα•

    2. επίμονος, έμμονος-убедительныйая просьба επίμονη παράκληση.

    Большой русско-греческий словарь > убедительный

  • 63 факт

    α.
    1. γεγονός• συμβάν•

    исторический факт ιστορικό γεγονός•

    это, а не выдумка αυτό είναι γεγονός κι όχι επινόηση•

    перед совершившимся -ом μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός•

    искажать -ы διαστρεβλώνω τα γεγονότα•, что... γεγονός είναι ότι...

    παράδειγμα, περίπτωση•

    приводить -ы φέρω παραδείγματα.

    || στοιχείο• δεδομένο•

    исследование опирается на -ы η έρευνα στηρίζεται σε στοιχεία•

    с -ами на руках με χειροπιαστά στοιχεία.

    2. πραγματικότητα. || ύπαρξη.
    εκφρ.
    ставить перед совершившимся -ом – βάζω μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός•
    факт оказаться перед совершившимся -ом – βρίσκομαι μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός.

    Большой русско-греческий словарь > факт

  • 64 характерный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. (характерный)- χαρακτηριστικός• διακριτικός, ξεχωριστός• ιδιάζων•

    характерный пример χαρακτηριστικό παράδειγμα•

    -ая черта χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    2. (характерный)• ισχυρού χαρακτήρα, ισχυρής βούλησης•

    человек он был характерный ο άνθρωπος αυτός ήταν ισχυρού χαρακτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > характерный

  • 65 хороший

    επ., βρ: -ρόπΐ
    -έ, -ό.
    1. καλός•

    -человек καλός άνθρωπος•

    -ая лошадь καλό άλογο•

    хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•

    -аппетит καλή όρεξη•

    хороший совет καλή συμβουλή•

    хороший конец καλό τέλος•

    -ая мысль καλή σκέψη•

    -пример καλό παράδειγμα•

    -ее настроение καλή διάθεση•

    -ая погода καλός καιρός.

    || πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•

    хороший организатор καλός οργανωτής•

    хороший музыкант καλός μουσικός.

    -ее ουσ. ουδ. το καλό.
    2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•

    -ие деньги καλά χρήματα•

    хороший рост καλό ανάστημα.

    || γερός, δυνατός•

    получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.

    3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.
    4. προσφιλής, αγαπητός.
    εκφρ.
    по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > хороший

  • 66 явить

    явлю, явишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. явленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) εμφανίζω, δείχνω, αποκαλύπτω•

    он -ил собой пример беспристрастия αυτός έδειξε παράδειγμα αμεροληψίας.

    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι, προσέρχομαι•

    он не -лся в суд αυτός δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο•

    вовремя явить на заседание έρχομαι έγκαιρα στη συνεδρίαση•

    явить в назначенный час παρουσιάζομαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. γεννιέμαι, βλέπω το φως της μέρας, έρχομαι στον κόσμο.
    3. γίνομαι αιτία•

    простуда -лась причиной болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστιας.

    || είμαι, υπάρχω. || μτφ. εμφανίζομαι, έρχομαι•

    у меня -лась мысль μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•

    -лись сомнения άρχισαν οι αμφιβολίες•

    ей -лась радость της ήρθε χαρά. (αυτή χάρηκε)•

    -лась возможность παρουσιάστηκε η δυνατότητα.

    Большой русско-греческий словарь > явить

  • 67 яркий

    επ., βρ: ярок, ярка, ярко; ярче, ярчайший.
    1. (για φως) δυνατός, φωτερός, λαμπερός•

    -ая лампа φωτερή λάμπα•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    яркий свет λαμπερό φως•

    яркий снег αστραφτερό χιόνι•

    яркий огонь λαμπερή φωτιά•

    -ая звезда λαμπερό άστρο, φανταχτερός, ζωηρός, έντονος, χτυπητός•

    яркий цвет ζωηρόχρωμα.

    2. αίθριος, λαμπρός•

    яркий день λαμπρή μέρα.

    3. παλ. ευκρινής, ισχυρός, ηχηρός (για ήχο).
    4. μτφ. ξεχωριστός, ιδιαίτερος, διακεκριμένος•

    яркий талант λαμπρό ταλέντο.

    5. χτυπητός,•εντυπωσιακός•

    яркий пример χτυπητό παράδειγμα.

    6. πειστικός•

    -ое доказательство πειστική απόδειξη.

    Большой русско-греческий словарь > яркий

См. также в других словарях:

  • παράδειγμα — pattern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράδειγμα — το, ΝΑ [παραδείκνυμι] 1. πρότυπο, υπόδειγμα για μίμηση (α. «είναι παράδειγμα εργατικότητας» β. «παράδειγμα καταλείπεσθαι», Λυκούργ.) 2. πάθημα που χρησιμεύει ως μάθημα, κακό προηγούμενο προς αποφυγή («ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ ἐκεῑ Ἑλλήνων ὡς… …   Dictionary of Greek

  • παράδειγμα — το 1. υπόδειγμα, πρότυπο για να το μιμηθεί κανείς, δείγμα για να καταλάβει κάτι: Η σύνεση του πατέρα είναι μεγάλο παράδειγμα για τα παιδιά του (Δημόκριτος). 2. πάθημα για μάθημα: Ας πάρουν οι άλλοι παράδειγμα από την τιμωρία του συμμαθητή τους. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράδειγμ' — παράδειγμα , παράδειγμα pattern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγμάτοιν — παράδειγμα pattern neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγμάτων — παράδειγμα pattern neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγμασι — παράδειγμα pattern neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγμασιν — παράδειγμα pattern neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγματα — παράδειγμα pattern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγματε — παράδειγμα pattern neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδείγματι — παράδειγμα pattern neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»