Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το+μαχαίρι

  • 61 всадишь

    всажу, всадишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. всаженный, βρ: -жен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, χώνω, εμφυτεύω•

    всадишь нож в спину μπήγω το μαχαίρι στη ράχη•

    он -ил пулю в лоб του φύτεψε τη σφαίρα στο κεφάλι, του τίναξε τα μυαλά στον αέρα.

    2. καταξοδεύω, κατασπαταλώ.
    μπήγομαι, χώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > всадишь

  • 62 вызубрить

    -рю, -ришь
    ρ.σ.μ.
    δοντιάζω, κάνω δοντιές στη κόψη•

    вызубрить топор, нож κάνω δοντιές στο τσεκούρι, μαχαίρι..

    -рю, -ришь
    ρ.σ.μ.
    αποστηθίζω, παπαγαλίζω, μαθαίνω σαν παπαγάλος.

    Большой русско-греческий словарь > вызубрить

  • 63 вынуть

    -ну, -нешь, προστκ. вынь, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, εξάγω, τραβώ, σύρω έξω•

    вынуть деньги из кармана βγάζω χρήματα από τη τσέπη•

    вынуть нож τραβώ μαχαίρι.

    2. (κοπτική) φτιάχνω εσοχή.
    εκφρ.
    вынуть душу ή дух – (διαλκ.) βγάζω την ψυχή (καταβασανίζω)•
    вынуть душу ή сердцеπαλ. βγάζω την ψυχή (βασανίζω ψυχικά, ηθικά).
    βγαίνω, εξάγομαι, εμφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вынуть

  • 64 горло

    ουδ.
    1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•

    схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.

    || λάρυγγας•

    у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•

    у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•

    у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.

    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    -бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•

    горло залива ο λαιμός του κόλπου.

    εκφρ.
    по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•
    кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•
    слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•
    быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•
    сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•
    пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•
    брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•
    промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•
    слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•
    поперек стать ή вставатьκ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει).

    Большой русско-греческий словарь > горло

  • 65 действовать

    -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. действующий, ρ.δ.
    1. ενεργώ, δρω, πράττω•

    осторожно ενεργώ προσεκτικά (επιφυλαχτικά)•

    действовать в тылу врага δρω στα μετώπισθεν του εχθρού•

    действовать сообразно закону ενεργώ σύμφωνα με το νόμο•

    действовать сообща ενεργώ από κοινού.

    2. λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι•

    машина хорошо -ет η μηχανή καλά δουλεύει•

    телефон не -ет το τηλέφωνο δε δουλεύει•

    у меня не -ет правая рука δεν ορίζω το δεξί μου χέρι.

    || ισχύω μπαίνω σε ισχύ.
    3. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, εφαρμόζω•

    действовать ножом χρησιμοποιώ το μαχαίρι•

    действовать убеждением, угрозами χρησιμοποιώ την πειθώ, τις απειλές•

    действовать логтями σπρώχνω με τους αγκώνες, διαγκωνίζομαι.

    4. επιδρώ,επενεργώ, έχω επιρροή• ισχύω•

    действовать на нервы επιδρώ στα νεύρα•

    -ет новый закон ισχύει ο νέος νόμος.

    || κάνω εντύπωση•

    пафос оратора -л на аудиторию το πάθος του ρήτορα επιδρούσε στο ακροατήριο.

    Большой русско-греческий словарь > действовать

  • 66 железко

    ουδ.
    1. μαχαίρι πλάνης.
    2. (παλ. κ. διαλκ,) σιδερένια άκρη, αιχμή.

    Большой русско-греческий словарь > железко

  • 67 загнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω•

    загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    2. διώχνω, κυνηγώ•

    собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.

    3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•

    загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.

    4. μπήγω• χώνω•

    он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•

    загнать сваи μπήγω πασσάλους.

    5. (απλ.) πουλώ•

    он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•

    загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > загнать

  • 68 зазубрина

    θ.
    δοντιά•

    нож с -ами μαχαίρι δοντιασμένο.

    Большой русско-греческий словарь > зазубрина

  • 69 зарез

    α.
    1. σφάξιμο ζώων.
    2. δυστυχία, κακοτυχιά, συμφορά, χαμός.
    3. χάραξη με μαχαίρι.
    εκφρ.
    до зарезу – πάρα πολύ, σφάξε με καλύτερα, είναι υπέρτατη ανάγκη•
    мне до -у нужно сто рублей – έχω απόλυτη ανάγκη για εκατό ρούβλια.

    Большой русско-греческий словарь > зарез

  • 70 заткнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βουλώνω, ταπώνω, επιπωματίζω, κλείνω•

    заткнуть уши витой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι•

    заткнуть бутылку βουλώνω το μποκάλι.

    || χώνω, βάζω•

    заткнуть нож, пистолет за пояс βάζω το μαχαίρι, το πιστόλι στο ζωνάρι.

    εκφρ.
    заткнуть за пояс – βάζω κάτω (ξεπερνώ)•
    заткнуть рот (ή горло, глотку) кому – βουλώνω το στόμα κάποιου (αποστομώνω).
    1. βουλώνομαι, κλείνομαι.
    2. (απλ.) σωπαίνω•

    заткнись βούλωσ’ το (μη μιλάς).

    Большой русско-греческий словарь > заткнуть

  • 71 зубрить

    зубрю, зубришь
    ρ.δ.μ.
    1. φτιάχνω δόντια (σε εργαλείο κλπ.)• зубрить пилу φτιάχνω δόντια στο πριόνι.
    2. δοντιαζω, κάνω δοντιές•

    зубрить нож κάνω δοντιές στο μαχαίρι.

    зубрю, зубришь
    ρ.δ.
    παπαγαλίζω, μαθαίνω σαν τον παπαγάλο.
    μαθαίνομαι παπαγαλιστί•

    -ятся уроки μαθαίνονται παπαγαλιστί τα μαθήματα.

    Большой русско-греческий словарь > зубрить

  • 72 источить

    -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. источенный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λεπτύνω, φθείρω τροχίζοντας, τρώγω, σώνω•

    -нож σώνω το μαχαίρι τροχίζοντας το•

    источить брусок σώνω το ακόνι από το τρόχισμα.

    2. κατατρώγω, καταροκανίζω• κατατρυπώ•

    жук -ил мебель το σαράκι κατάφαγε τα έπιπλα.

    λεπτύνομαι, φθείρομαι, σώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.μ.
    βλ. источать.

    Большой русско-греческий словарь > источить

  • 73 кинжал

    α.
    χαντζάρι• δίκοπο μαχαίρι.

    Большой русско-греческий словарь > кинжал

  • 74 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 75 консервный

    επ.
    της κονσέρβας• από κονσέρβα•

    консервный нож μαχαίρι για άνοιγμα κονσερβών•

    -ая банка κονσερβοκούτι•

    -ая промышленность βιομηχανία κονσερβοποιίας•

    консервный завод εργοστάσιο κονσερβοποιίας.

    Большой русско-греческий словарь > консервный

  • 76 кухонный

    επ.
    μαγειρικός, του μαγειρείου•

    -нож μαχαίρι μαγειρείου•

    -ая посуда τα μαγειρικά σκεύη.

    εκφρ.
    - ая латынь – πλήθος (σωρεία) λαθών.

    Большой русско-греческий словарь > кухонный

  • 77 ножик

    α.
    1. μαχαίρι.
    2. μαχαιράκι.

    Большой русско-греческий словарь > ножик

  • 78 обоюдоострый

    επ., βρ: -остр, -а, -о.
    1. αμφίστομος, δίκοπος•

    обоюдоострый меч δίκοπο ξίφος.

    2. μτφ. δίκοπο μαχαίρι (εξ ίσου επικίδυνο).

    Большой русско-греческий словарь > обоюдоострый

  • 79 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 80 отвесный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно
    απόκρημνος, κρημνώδης, απότομος, μαχαίρι.

    Большой русско-греческий словарь > отвесный

См. также в других словарях:

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαχαιρώνω — [μαχαίρι] 1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι 2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος τού αγώνα») …   Dictionary of Greek

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • μαχαιριά — Οικισμός (40 κάτ.) της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νοτίας Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η [μαχαίρι] 1. χτύπημα με μαχαίρι 2. πληγή από μαχαίρι 3. μτφ. ψυχικό πλήγμα («μαχαιριές στην καρδιά του ήταν τα λόγια της») …   Dictionary of Greek

  • Makhaira — Antique swords, fig. 1 3: Xiphos, fig. 4: Makhaira. Makhaira sword Makhaira (from Greek μάχαιρα (mákhaira), also transliterated machaira or machaera; an Ancient Greek word, related to μάχη (mákhē) a battle , μάχεσθαι… …   Wikipedia

  • αμάχαιρος — ή, ο (Α ἀμάχαιρος, ον) αυτός που δεν έχει μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μάχαιρα βλ. μαχαίρι] …   Dictionary of Greek

  • γιαταγάνι — Μεγάλο μαχαίρι ή σπάθα με καμπύλη λάμα και μόνο μία κόψη. Η λαβή του δεν έχει προφυλακτήρα. Σε πολλούς τύπους η λάμα του πλαταίνει στην άκρη. Το όπλο αυτό, που έχει μήκος από 80 εκ. έως 1,10 μ., το χρησιμοποιούσαν πολλοί ασιατικοί λαοί, κυρίως οι …   Dictionary of Greek

  • δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»