Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το+μαχαίρι

  • 101 финка

    θ.
    η Φιλανδή.
    θ.
    1. μαχαίρι φιλανδικό.
    2. είδος γούνινης σκούφιας.
    3. βόρεια ράτσα αλόγου.
    4. είδος φιλανδικού αλιευτικού πλοιαρίου.
    θ.
    βλ. финна.

    Большой русско-греческий словарь > финка

  • 102 финский

    επ.
    φιλανδικός•

    финский язык φιλανδική γλώσσα•

    финский нож φιλανδικό μαχαίρι.

    Большой русско-греческий словарь > финский

  • 103 холодный

    επ., βρ: холоден, -дна, -дно.
    1. κρύος, ψυχρός•

    -ая вода κρύο νερό•

    холодный ветер ψυχρός άνεμος•

    -ая комната κρύο δωμάτιο.

    2. ουσ. -ая θ. κρύο κρατητήριο, το φρέσκο.
    3. βλ. заливной (2 σημ.).
    4. άτονος, χλιαρός•

    -взгляд ψυχρό βλέμμα•

    холодный прим ψυχρή υποδοχή-холодныйое сердце κρύα καρδιά.

    || αδιάφορος, απαθής.
    5. μτφ. ψύχραιμος.
    6. ψυχρός (χωρίς προηγούμενη θέρμανση, πυράκτωση)•

    -ая штамбов-ка ψυχρή εκτύπωση.

    7. (για μικροεπαγγελματίες)• φτωχός, φουκαριάρης•

    холодный сапожник φτω-χομπαλωματής•

    холодный парикмахер φτωχοκουρέας.

    εκφρ.
    - ая воина – ψυχρός πόλεμος•
    - ое оружие – ψυχρό όπλο (μαχαίρι, ξίφος, σπαθί, σε αντίθεση με το πυροβόλο όπλο).

    Большой русско-греческий словарь > холодный

  • 104 шинковальный

    επ.
    του κατατεμαχισμού της κράμβης•

    шинковальный нож μαχαίρι κοψίματος της κράμ-βηζ.

    Большой русско-греческий словарь > шинковальный

  • 105 bıçaklı

    οπλισμένος με μαχαίρι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > bıçaklı

См. также в других словарях:

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαχαιρώνω — [μαχαίρι] 1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι 2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος τού αγώνα») …   Dictionary of Greek

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • μαχαιριά — Οικισμός (40 κάτ.) της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νοτίας Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * η [μαχαίρι] 1. χτύπημα με μαχαίρι 2. πληγή από μαχαίρι 3. μτφ. ψυχικό πλήγμα («μαχαιριές στην καρδιά του ήταν τα λόγια της») …   Dictionary of Greek

  • Makhaira — Antique swords, fig. 1 3: Xiphos, fig. 4: Makhaira. Makhaira sword Makhaira (from Greek μάχαιρα (mákhaira), also transliterated machaira or machaera; an Ancient Greek word, related to μάχη (mákhē) a battle , μάχεσθαι… …   Wikipedia

  • αμάχαιρος — ή, ο (Α ἀμάχαιρος, ον) αυτός που δεν έχει μαχαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μάχαιρα βλ. μαχαίρι] …   Dictionary of Greek

  • γιαταγάνι — Μεγάλο μαχαίρι ή σπάθα με καμπύλη λάμα και μόνο μία κόψη. Η λαβή του δεν έχει προφυλακτήρα. Σε πολλούς τύπους η λάμα του πλαταίνει στην άκρη. Το όπλο αυτό, που έχει μήκος από 80 εκ. έως 1,10 μ., το χρησιμοποιούσαν πολλοί ασιατικοί λαοί, κυρίως οι …   Dictionary of Greek

  • δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»