-
1 anahtarcılık
επάγγελμα του κλειδαρά -
2 antrenörlük
επάγγελμα του προπονητη -
3 meslek
επάγγελμα, επιτήδευμα -
4 zanaat
επάγγελμα, τέχνη -
5 profession
επάγγελμα -
6 profese
επάγγελμα -
7 řemeslo
επάγγελμα -
8 vyznání
επάγγελμα -
9 živnost
επάγγελμα -
10 profession
επάγγελμα -
11 profesja
επάγγελμα -
12 профессия
профессия ж το επάγγελμα* по \профессияи... κατ' επάγγελμα...* * *жτο επάγγελμαпо профе́ссии… — κατ' επάγγελμα...
-
13 профессия
профессия я ж τό ἐπάγγελμα:кто он по \профессияи? ποιο εἶναι τό ἐπάγγελμα του;, τί ἐπαγγέλεται;· он врач по \профессияи εἶναι γιατρός τό ἐπάγγελμα -
14 промысел
промысел 1-сла α.1. επάγγελμα, επιτήδευμα• τέχνη•гончарный промысел η αγγειοπλαστική•
кустарный промысел βιοτεχνία χειροτεχνία•
кузнечный промысел σιδηρουργία.• отхожий -.εποχιακή εργασία•
рыболовный промысел αλιεία.• охотничий промысел το κυνήγι (ως επάγγελμα).
2. (συνήθως πλθ. -слы, -ов) επιχειρήσεις•соляные -ы τα αλατορυχεία•
нефтяные -ы επιχειρήσεις πετρελαίου•
железорудные -ы μεταλλευτικές επιχειρήσεις.
|| δευτερεύον (βοηθητικό) επάγγελμα.промысел 2βλ. промысл. -
15 дело
1. (специальность, профессия, область знаний, круг знаний) το επάγγελμα, η τέχνηη δουλειά, η ασχολία, η επαγγελματική δράσηкнигоиздательское - οι εκδόσεις (πλ.)столярное - см. плотничье -2. (канц.) о φάκελος 3. (событие, факт, положение вещей, обстоятельства) η υπόθεση, το πράγμα, το ζήτημα 4. (круг ведения) η αρμοδιότητα, η δικαιοδοσία 5. (труд, работа) η δουλειά, η επαγγελματική δράση 6. (κ>ρ.) η υπόθεση, η δίωξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дело
-
16 занятие
занятие с 1) η ασχολία, η απασχόληση, η δουλειά род \занятией το επάγγελμα 2) мн.: \занятиея (учебные ) τα μαθήματα* * *с1) η ασχολία, η απασχόληση, η δουλειάрод заня́тий — το επάγγελμα
2) мн.заня́тия (учебные) — τα μαθήματα
-
17 ремесло
-
18 yapıcılık
1. (olumluluk) θετικότητα, το επάγγελμα του χτίστη2. (olgunluluk) θετικότητα, το επάγγελμα του χτίστη -
19 интернатура
η περίοδος που ο ιατρός αρχίζει να εξασκεί το επάγγελμα του και εκπαιδεύεται στο νοσοκομείοη (υποχρεωτική) ιατρική πρακτική εξάσκηση (μετά την ιατρική σχολή)разг. το αγροτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интернатура
-
20 мастерство
1. (ремесло) το επάγγελμα, η τέχνη 2. (большое умение, искусство) η τέχνη, η δεξιότητα, η δεξιοτεχνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мастерство
См. также в других словарях:
ἐπάγγελμα — promise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
επάγγελμα — το, ατος 1. η συνηθισμένη απασχόληση κάποιου για βιοπορισμό, εργασία βιοποριστική, επιτήδευμα. 2. φρ., «ελευθέρια επαγγέλματα», εκείνα που ασκούνται όχι από υπαλλήλους με ορισμένο μισθό (όπως είναι του γιατρού, του δικηγόρου, του λογοτέχνη κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγγελμάτων — ἐπάγγελμα promise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλμασι — ἐπάγγελμα promise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλμασιν — ἐπάγγελμα promise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματα — ἐπάγγελμα promise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματι — ἐπάγγελμα promise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματος — ἐπάγγελμα promise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek