-
1 επάγγελμα
-
2 ἐπάγγελμα
-
3 ἐπάγγελμα
ἐπάγγελμα, ατος, τό (s. prec. entry; Pla., Demosth. al.; Philo; Jos., C. Ap. 1, 24) in our lit. only of God① a declaration to do someth. with implication of obligation to carry out what is stated, promise κατὰ τὸ ἐ. according to the promise 2 Pt 3:13.② the content of what is promised, the thing promised (Ael. Aristid. 52 p. 599 D.; Philo, Mut. Nom. 128) τὰ μέγιστα ἐ. ἡμῖν δεδώρηται (God) promised very great things and has granted them to us 1:4.—TW. -
4 ἐπάγγελμα
A promise, profession, D.19.178 (pl.);τὸ Πρωταγόρου ἐ. Arist.Rh. 1402a25
, cf. Pl.Prt. 319a;ὑπὸ τοῦ μεγέθους τοῦ ἐ. οὐδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν Id.Euthd. 274a
: pl., Metrod. ap. Phld. Rh.1.88S.; ἐπαγγέλματι, opp. κατ' ἀλήθειαν, S.E.M.1.182.2 subject of a treatise, that which it purports to contain,τὸ ἐ. τοῦ λόγου D.H.Dem.33
;τὸ ἐ. τοῦ συγγράμματος Ael.Tact.Praef.7
.4 art, profession,τὸ ἐ. τῆς ἀοτοποιΐας M.Ant.3.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάγγελμα
-
5 επάγγελμα
1) occupation2) profession3) tradeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επάγγελμα
-
6 επαγγελμάτων
-
7 ἐπαγγελμάτων
-
8 επαγγέλμασι
-
9 ἐπαγγέλμασι
-
10 επαγγέλμασιν
-
11 ἐπαγγέλμασιν
-
12 επαγγέλματα
-
13 ἐπαγγέλματα
-
14 επαγγέλματι
-
15 ἐπαγγέλματι
-
16 επαγγέλματος
-
17 ἐπαγγέλματος
-
18 ἐπαγγελία
ἐπαγγ-ελία, ἡ,A command, summons, Plb.9.38.2.b announcement, notice, IG22.1235.7 (iii B.C.);τοῦ ἀγῶνος SIG561.9
([place name] Chalcis), prob. in LXX 1 Ma.10.15; v.l. in 1 Ep.Jo.1.5.2 as law-term, ἐ. (sc. δοκιμασίας) summons to attend a δοκιμασία τῶν ῥητόρων (v. ),ἐ. τινὶ ἐπαγγέλλειν Aeschin.1.64
, cf. 81;πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ' ἡμῖν ἐ. D.22.29
: generally, notification, summons, Sammelb. 4434 (ii A.D.).3 offer, promise, profession, undertaking, D.21.14;τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἐ. Arist.EN 1164a29
, cf. Phld.Herc.1251.20;ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Plb.1.72.6
; ἐν ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών having left it as a promise, Id.18.28.1; τὴν ἐ. ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν ibid., cf. SIG577.11 (Milet., iii/ii B. C.); ὤμων ἐπαγγελίᾳ the promise of his shoulders, Philostr.Im.1.4; ἐξ ἐ., = ἐπαγγειλάμενος, BCH11.12 ([place name] Lagina);ἐ. ποιησάμενος ἐκ τῶν ἰδίων Michel473.10
([place name] Mylasa);ἐβεβαίωσεν τὴν ἐ. Inscr.Prien.123.9
, cf. GDI 3624a34 ([place name] Cos).5 pl., canvassing, = Lat. ambitus, prob. f.l. for παρ-, Plu.2.276d.7 the curative property claimed for prescriptions or drugs, ταῖς τῶν φαρμάκων ἐ. their advertised properties, Herod.Med. ap. Orib.10.5.1, cf. Gal.13.504,al.; ἐ. ἐπιτηδεύματος public exercise of a profession, Men.Prot.p.1D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγγελία
-
19 ἐπαγγέλλω
A- ηγγέλθην IG12.188.25
, - ηγγέλην ib.12.76.19:—tell, proclaim, announce, Od.4.775, Ar.Lys. 1049 (lyr.);τινὶ ὡς.. Hdt.3.36
;τῷ δήμῳ ὑπέρ τινος ὅτι.. Inscr.Prien.5.17
(iv B. C.); esp. proclaim by authority, notify publicly, ἐ. [τὴν ἐκεχειρίαν] Th.5.49;ἐ. πόλεμον Pl.Lg. 702d
:— [voice] Pass., to be proclaimed, IGIl.cc., etc.;μὴ ἐπηγγέλαι πω τὰς σπονδάς Th.5.49
, cf. 8.10; βουλῆς -θείσης a meeting having been summoned, D.C.56.29:—[voice] Med., cause proclamation to be made, Hdt.2.121.ζ.2 give orders, command, abs., Id.1.70: c.acc. et inf., give orders that.., ἐπαγγείλας τοὺς Αακεδαιμονίους παρεῖναι ib.77, cf. Th.6.56: c. dat. et inf., order one to do, D.42.7, etc.: c. acc. rei, στρατιὰν ἐς τοὺς ξυμμάχους ἐ. send them orders to furnish their contingents, Th.7.17;κατὰ πόλεις τεσσαράκοντα νεῶν πλῆθος ἐ. Id.3.16
: abs., βοηθεῖν.. καθ' ὅ τι ἂν -ωσιν αἱ πόλεις Foed. ap. Th.5.47:—[voice] Med., , cf. 4.200;ἐ. τινί E.HF 1185
(lyr.);ἐ. τισί ὅκως ἂν ἀπέλθοιεν Hdt.5.98
:—[voice] Pass.,τὸ ἐπαγγελλόμενον Id.2.55
.3 as law-term, prop. δοκιμασίαν ἐ. denounce and summon to a δοκιμασία τῶν ῥητόρων one who, having incurred ἀτιμία, yet takes part in public affairs (v. ),ἐπήγγειλα αὐτῷ τὴν δοκιμασίαν ταυτηνί Aeschin.1.2
, cf. ib.32;πρὸς τοὺς θεσμοθέτας D.22.23
(but ἐπηγγέλθη αὐτοῖς ὅτι ἐπεξίοιμι is f.l.for ἀπ- in Antipho 1.11).4 promise, offer,ξείνοις δεῖπνα Pi.P.4.31
;θεοῖς εὐχάς A.Ch. 213
:—more freq. in [voice] Med., promise unasked (opp. ὑπισχνέομαι ) or offer of one's free will,ἐ. τι ἐς τὴν δωρεὴν τοῖσι ἀδελφεοῖσι Hdt.3.135
;ἐ. καταγωγὴν καὶ ξείνιά τινι Id.6.35
;παίδων.. ἐ. γονάς E.Med. 721
; ἁπηγγελλόμην what I was proposing, S.El. 1018, cf. D.4.15;ἐ. τάδε, ὡς.. Hdt.6.9
: c. inf., promise or offer,ξυμπολεμεῖν Th.6.88
; διαθήκας ἀποφαίνειν (- φανεῖν Dobree) Is.1.15;ἐ. τῇ βουλῇ μηνύσειν And.1.15
;τισὶν τριήρεις ἔχων ἐκπλεύσεσθαι Lys.28.4
, cf. D.18.132, etc.;τινὶ ὥστε βοηθεῖν Th.8.86
; ἐ. ὅ τι χρὴ δρᾶν offering (to do) what in justice he ought to do, Pl.Lg. 915a.5 [voice] Med., profess, make profession of, c. acc.,ἀρετήν X.Mem.1.2.7
;θεοσέβειαν 1 Ep.Ti.2.10
; esp. of Sophists, as in Pl.Euthd. 273e;τί ἐστιν ὃ ἐ. τε καὶ διδάσκει Id.Grg. 447c
; ;ἐπαγγελλόμενος πάντα.. οὐδὲν ἐπιτελεῖ Arist.EN 1164a5
; [γνῶσιν] 1 Ep.Ti.6.21: c. inf.,ἐ. ἀποκρίνεσθαι ὅ τι ἄν τίς σε ἐρωτᾷ Pl.Grg. 447d
;ἐ. οἷός τε εἶναι ποιῆσαί τι Id.La. 186c
, Thg. 127e;ταῦτα ἐπαγγέλλεται δεινὸς εἶναι D.35.41
;οἱ σοφισταὶ ἐ. διδάσκειν τινά Arist.EN 1180b35
;παιδεύειν D.35.41
; and abs., profess an art, Pl.R. 518b, Arist.SE 172a32.6 demand, require, cj. in D.H.5.65:—[voice] Med., D.19.193; but, ask a favour, ib. 41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγγέλλω
См. также в других словарях:
ἐπάγγελμα — promise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
επάγγελμα — το, ατος 1. η συνηθισμένη απασχόληση κάποιου για βιοπορισμό, εργασία βιοποριστική, επιτήδευμα. 2. φρ., «ελευθέρια επαγγέλματα», εκείνα που ασκούνται όχι από υπαλλήλους με ορισμένο μισθό (όπως είναι του γιατρού, του δικηγόρου, του λογοτέχνη κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγγελμάτων — ἐπάγγελμα promise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλμασι — ἐπάγγελμα promise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλμασιν — ἐπάγγελμα promise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματα — ἐπάγγελμα promise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματι — ἐπάγγελμα promise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματος — ἐπάγγελμα promise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek