-
1 parçabaşı
κατ' αποκοπή -
2 образ
образ Iм1. (облик, вид) ἡ εἰκό-να [-ών], ἡ μορφή·2. (характер, склад) ὁ τρόπος:\образ жизни ὁ τρόπος ζωής, ὁ τρόπος του ζήν \образ мыслей ὁ τρόπος τής σκέψης·3. (способ) ὁ τρόπος:некоторым \образом τρόπον τινά, κατά κάποιο τρόπο· главным \образом κυρίως, πρό παντός, κατ' ἐξοχήν равным \образом κατά τόν ίδιο τρόπο· каким \образом? μέ ποιό τρόπο;, μέ τί τρόπο;· никоим \образом μέ κανένα τρόπο, κατ' ού-δένα τρόπο· таким \образом ἐτσι, κατ' αὐτό τόν τρόπο·4. лит., иск. ἡ είκόνα [-ών], ἡ παράσταση [-ις]:мыслить \образами σκέπτομαι παραστατικἄ художественный \образ ἡ καλλιτεχνική είκόνά ◊ обстоятельство \образа действия грам. ὁ τροπικός προσδιορισμός· по \образу и подобию (чьему-л.) κατ· είκόνα καί ὁμοίωση.образ IIм церк. ἡ είκόνα [-ών], τό εἰκόνισμα. -
3 прямой
прям||ойприл1. εὐθύς, ίσιος:\прямойа́я линия ἡ εὐθεία γραμμή· \прямойа́я дорога ὁ ἰσιος δρόμος, ἡ εὐθεία Οδός· идти \прямойым путем πηγαίνω κατ' εὐθεΐαν·2. (непосредственный) ἄμεσος, κατ· εὐθεΐαν:\прямой налог ὁ ἄμεσος φόρος· \прямойые выборы οἱ ἐκλογές μέ ἄμεση ψηφοφορία· \прямойо́е сообщение ἡ ἀπ' εὐθείας συγκοινωνία· спальный вагон \прямойо́го сообщения ἡ κλινάμαξα (или τό βαγκόν-λι) κατ· εὐθεΐαν συγκοινωνίας·3. (настоящий, явный) καθαρός, πραγματικός:\прямой убыток ἡ καθαρή ζημία· \прямойая выгода τό καθαρό κέρδος· \прямойая необходимость ἡ ἄμεση ἀνάγκη·4. (о характере) εὐθύς, ντόμπρος/ εἰλικρινής (откровенный):\прямой человек εὐθύς (или ντόμπρος) ἀνθρωπος· ◊ \прямойа́я кишка анат. τό ἀπηυθυσμένον (или τό ὁρθόν) ἔντερον \прямой угол мат ἡ ὁρθή γωνία· \прямойая речь ὁ ἄμεσος λόγος· \прямойо́е дополнение гран. τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]· в \прямойо́м смысле μέ τήν κυριολεκτική σημασία· вести огонь \прямойой наводкой воен. βομβαρδίζω μέ ἄμεση βολή· \прямойое попадание воен. κατ' εὐθεΐαν πάνω στό στόχο. -
4 образ
образ 1-а α.1. μορφή, εικόνα, όψη είδος, σχήμα. || παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα.2. απεικόνιση•образ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου.
3. (για έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας.4. τρόπος•образ жизни τρόπος ζωής•
образ правления μορφή διοίκησης•
образ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέπτεσθαι•
образ действия τρόπος ενέργειας (δράσης).
5. οε οργ. πτ. μεεπ. ή αντων. χρησιμοποιείται σανεπιρ. με τη σημασία από το επίθετο): коренным -ом ριζικά•насильственным -ом δυναμικά•
главным -ом κυρίως, βασικά, προ πάντων, κατ εξοχήν•
никоим -ом με κανένα τρόπο•
равным -ом εξ ίσου•
некоторым -ом ως ένα βαθμό•
тем или иным -ом με τον ένα ή τον άλλο τρόπο•
следующим -ом με τον ακόλουθο τρόπο•
каким -ом? με τι τρόπο; πως;•
наилучшим -ом κατά τον καλύτερο τρόπο•
надлежащим -ом όπως χρειάζεται, δεόντως•
таким -ом μ αυτόν τον τρόπο, κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι•
иным -ом κατ άλλον τρόπο.
εκφρ.в -е – εν είδη, ως, σαν•по -у и подобию – κατ εικόνα και ομοίωση•утратить (потерять) человеческий образ – χάνω την ανθρώπινημορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι).образ 2-а, πλθ. -а α. (εκκλσ.) εικόνα,εικόνισμα•образ Богородицы εικόνα της Θεοτόκου.
-
5 Face
subs.Face of a wall, etc.: P. μέτωπον, τό.The front of anything: use P. and V. τὸ πρόσθεν, P. τὸ ἔμπροσθεν.Of an army: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.).Face to face: use adj., P. and V. ἐναντίος, V. ἀντίος (Plat., Tim. 43E, but rare P.), ἀντήρης; adv., P. and V. ἐναντίον, V. κατὰ στόμα (also Xen.).When brought face to face with the crisis: V. καταστὰς εἰς ἀγῶνʼ ἐναντίον (Eur., frag.).Lurking in secret or engaging him face to face: V. κρυπτὸς καταστὰς ἢ κατʼ ὄμμʼ ἐλθὼν μάχῃ (Eur., And. 1064).To one's face: P. κατʼ ὀφθαλμούς (Xen.), V. κατʼ ὄμμα, κατʼ ὄμματα (Eur., Or. 288), P. and V. ἐναντίον.In face of, in consideration of, prep.: P. and V. πρός (acc.).They stood shaking their spears in the face of the foe: V. ἔστησαν ἀντιπρῷρα σείοντες βέλη (Eur., El. 846).On one's face, face forward: V. πρηνής.Look in the face: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), V. ἐναντίον βλέπειν (acc.), προσβλέπειν ἐναντίον (acc.), ἀντιδέρκεσθαι (acc.), Ar. βλέπειν ἐναντία (Eq. 1239) (absol.).Do you then lift up your voice and dare to look these men in the face? P. εἶτα σὺ φθέγγει καὶ βλέπειν εἰς τουτωνὶ πρόσωπα τολμᾷς; (Dem. 320).What face can I show to my father? V. ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω; (Soph., Aj. 462).Have the face to (with infin.): P. and V. τολμᾶν (infin.), ἀξιοῦν (infin.), P. ἀποτολμᾶν (infin.), Ar. and V. τλῆναι (infin.) ( 2nd aor. of τλᾶν).——————v. trans.Endure: P. and V. ὑπέχειν, ὑφίστασθαι, αἴρεσθαι, P. ὑπομένειν, V. καρτερεῖν, ἐγκαρτερεῖν; see Endure.Have no fear of: P. and V. θαρσεῖν (acc.).Dare: P. and V. τολμᾶν (Eur., H.F. 307).Be opposite: P. ἐξ ἐναντίας καθίστασθαι (Thuc. 4, 33).Look towards ( of situation): P. ὁρᾶν πρός (acc.), βλέπειν πρός (acc.) (Xen.).Face south: P. πρὸς νότον τετράφθαι (perf. pass. of τρέπειν) (Thuc. 2, 15).Face round: P. and V. μεταστρέφεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Face
-
6 подушный
επ. παλ.1. ατομικός (κατ άτομο εισπραττόμενος)•подушный налог φόρος κατ άτομο.
2. ουσ. ουδ. -ое (απλ.) φόρος κατ άτομο. -
7 прямо
επίρ.ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•
я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•
он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.
|| ορθά, ευθυτενώς•стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).
|| ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.
|| (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.
|| εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•прямо противоположный εντελώς αντίθετος.
εκφρ.прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες! -
8 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
9 алфавит
-
10 беспересадочный
беспересадочный: \беспересадочныйое со общение η κατ' ευθείαν συγ κοινωνία* * *беспереса́дочное сообще́ние — η κατ' ευθείαν συγκοινωνία
-
11 бригадный
бригадный: \бригадный метод работы η ομαδική εργασία κατ'αποκοπή* * *брига́дный ме́тод рабо́ты — η ομαδική εργασία κατ'αποκοπή
-
12 выбор
выбор м 1) η εκλογή· у меня не было \выбора δεν μπορούσα διαφορετικά 2) (товаров и т. п.) η συλλογή в большом \выборе σε μεγάλη συλλογή 3) (отбор) το διάλεγμα на \выбор κατ' εκλογή* * *м1) η εκλογήу меня́ не́ было вы́бора — δεν μπορούσα διαφορετικά
2) (товаров и т. п.) η συλλογήв большо́м вы́боре — σε μεγάλη συλλογή
3) ( отбор) το διάλεγμαна вы́бор — κατ'εκλογή
-
13 душа
душа ж η ψυχή от всей \душай, всей \душаой ολόψυχα, με όλη μου την καρδιά в -е μέσα μου ◇ на душу населе ния κατ' άτομο* * *жη ψυχήот всей душа́и́, всей душа́о́й — ολόψυχα, με όλη μου την καρδιά
в душа́е́ — μέσα μου
••на ду́шу населе́ния — κατ' άτομο
-
14 исключение
исключение с η εξαίρεση; в виде \исключениея σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση без \исключенией χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως за \исключениеем... εκτός...* * *сη εξαίρεσηв ви́де исключе́ния — σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση
без исключе́ний — χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως
за исключе́нием… — εκτός…
-
15 многократный
многократный επανειλημμένος· \многократный чемпион о κατ* επανάληψη πρωταθλητής* * *многокра́тный чемпио́н — ο κατ’ επανάληψη πρωταθλητής
-
16 принцип
принцип м 1) (основа) η αρλή 2) (убеждение) η πεποίθηση ◇ в \принципе κατ' αρχή* * *м1) ( основа) η αρχή2) ( убеждение) η πεποίθηση••в при́нципе — κατ'αρχή
-
17 профессия
профессия ж το επάγγελμα* по \профессияи... κατ' επάγγελμα...* * *жτο επάγγελμαпо профе́ссии… — κατ' επάγγελμα...
-
18 беспересадочный
беспересадочн||ыйприл κατ' εὐθείαν:\беспересадочныйое сообщение ἡ κατ' εὐθείαν συγκοινωνία. -
19 гуськом
гуськомнареч разг ὁ ἔνας πίσω ἀπ' τόν ἄλλο, είς φάλαγγα κατ' ἀνδρα:идти \гуськом βαδίζω είς φάλαγγα κατ' ἄνδρα. -
20 напрямик
напрямикнареч разг1. κατ' εὐθείαν, ἰσια:идти \напрямик» πηγαίνω κατ' εὐθείαν2. перен στά ἰσια, ὁρθά κοφτά, καθαρά καί ξάστερα / χωρίς περιστροφές (без обиняков)/ ἀνοιχτά (откровенно):говорить \напрямик μιλῶ ἀνοιχτά.
См. также в других словарях:
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek