-
121 каскад
-а α.1. καταρράχτης. || μτφ. χείμαρος• πλήθος, αφθονία•каскад красноречия χεί-μαρος ευφράδειας•
каскад слов χείμαρος λέξεων.
2. τρόπος πτώσης από το άλογο.3. (τεχ.) σύμπλεγμα•каскад гидроэлектростанций σύμπλεγμα υδροηλεκτρικών σταθμών.
-
122 каурка
-и θ.στην έκφρ: вещая каурка (σταρωσ. λαϊκά παραμύθια) θαυματουργό άλογο. -
123 кобыла
-ы θ.1. φοράδα.(απλ.) γυναίκα μεγαλόσωμη και ρωμαλέα.2. (αθλτ.) ξύλινο άλογο γυμναστικής.3. είδος καθίσματος για βασανισμό εγκληματία (προεπαναστατικά). -
124 конный
επ.1. του αλόγου, του ίππου•-ая ярмарка αλογοπάζαρο.
2. με άλογο, ιππικός•-ая тяга ιππική έλξη.
3. του ιππικού•-ая армия το ιππικό•
конный отряд τμήμα ιππικού.
|| για ιππασία•конный путь ιππόδρομος.
4. ιππέας, καβαλάρης.εκφρ.конный двор – ιπποστάσιο•конный завод – ιπποτροφείο, ιπποφορβείο, αλογοτροφείο., -
125 крылатый
επ., βρ: -лат, -а, -оπτερυγιοφόρος, πτεροφόρος, φτερωτός•крылатый конь (μυθολ.) φτερωτό άλογο•
-ая мысль φτερωτή σκέψη•
-ая гайка φτερυγωτό παξιμάδι, πεταλούδα•
- ые слова ή выражения πετυχημένες λέξεις, εκφράσεις.
-
126 ломовой
ломовой 1επ.1. υποζύγιος•-ая лошадь υποζύγιο (άλογο).
2. ως ουσ. καραγωγέας.εκφρ.ломовой извозчик – α) καραγωγέας. β) αγκαζαρωμένο αμάξι.ломовой 2επ.των παλιοσίδερων•-ое железо παλιοσίδερα.
-
127 лошадиный
-
128 лягать
ρ.δ. μ.1. λακτίζω, κλωτσώ (για χηλοφόρα ζώα).2. μτφ. θίγω, προσβάλλω, διώχνω κακήν-κακώς.λακτίζω, κλωτσώ•лошадь -ется το άλογο κλωτσά.
|| αλληλολακτίζομαι, αλληλοκλωτσιέμαι.
См. также в других словарях:
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
άλογο — το θηλαστικό ζώο, ο ίππος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
μόνιππος — η, ο (ΑΜ μόνιππος ον) νεοελλ. 1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο 2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία 2.… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αλογήσιος — ια, ιο [άλογο] τού αλόγου, αυτός που ανήκει στο άλογο ή προέρχεται από αυτό, «αλογήσιο κρέας» επίρρ. αλογήσια όπως ταιριάζει σε άλογο … Dictionary of Greek
αλογοσέρνω — 1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί 2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε 3. οδηγώ άλογο σε φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέρνω] … Dictionary of Greek
αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… … Dictionary of Greek