-
1 лошадь
-и, γεν. πλθ. -ей, οργ. -дьми θ. άλογο, ίππος•верховая лошадь άλογο της καβάλας•
беговая ή скаковая лошадь άλογο κούρσας ή ιπποδρομιών•
упряжная лошадь άλογο για ζέψιμο, ζευκτήριος ίππος•
ломовая лошадь άλογο βαριάς έλξης•
вьючная лошадь άλογο φορτιάρικο•
чистокровная лошадь καθαρόαιμο άλογο.
|| πλθ. -и ιππάμαξα. -
2 лошадь
лошадь ж το άλογο, ο ίππος· верховая \лошадь το άλογο ιππασίας* * *жτο άλογο, ο ίπποςверхова́я ло́шадь — το άλογο ιππασίας
-
3 беговой
беговой: \беговойая лошадь το άλογο κούρσας \беговойая дорожка ο στίβος, η διαδρομή* * *бегова́я ло́шадь — το άλογο κούρσας
бегова́я доро́жка — ο στίβος, η διαδρομή
-
4 верховой
верховой: \верховойая езда η ιππασία \верховойая лошадь το άλογο ιππασίας* * *верхова́я езда́ — η ιππασία
верхова́я ло́шадь — το άλογο ιππασίας
-
5 конь
-
6 конь
кон||ьм1. τό ἄλογο, ὁ ίππος, τό ἄτν2. шахм. τό ἄλογο· ◊ не в \конья корм разг ἀδικος ὁ κόπος· дареному \коньκ> в зу́бы не смотрят посл. κάποιου χάριζαν ἕνα γάιδαρο, κἰαὐτός τόν κύτταζε στά δόντια. -
7 лошадь
лошадьж τό ἀλογο, ὁ ἱππος:верхо-ва́я \лошадь τό аХоуо ἱππασίας, ὁ ἱππος ιππασίας· беговая \лошадь τό ἄλογο κούρσας· ломовая \лошадь ίππος ἐλξεως. -
8 вздыбить
-блю, -бишь, ρ.σ.μ.ορθώνω, σηκώνω στα πισινά πόδια•вздыбить коня ορθώνω, (κάνω να σηκωθεί) το άλογο στα πισινά πόδια
ορθώνομαι στα πισινά πόδια•конь -лся το άλόγο ορθώθηκε στα πισινά πόδια.
-
9 конь
-я, πλθ. кони, -ей α.1. άλογο, ίππος, άτι (κυρίως για αρσενικό).2. (στο σκάκι) άλογο.3. εφαλτήριο.εκφρ.по коням – κ. παλ. на конь (παράγγελμα) επί τον ίππον, καβάλα•не в -я корм – δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδάρων άχυρο•дарёному -ню в зубы не смотрят – παρμ. κάποιου χάριζαν γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια•конь ещё не валялся – ακόμα τίποτε δεν έγινε•ход -ём – ξεκινώ αποφασιστικά. -
10 коренник
-а α.το μεσαίο άλογο της τρόϊκας• το άλογο που ζεύεται στο τιμόνι (όταν μαζί του είναι και άλλα). -
11 распутать
ρ.σ.μ.1. ξεμπλέκω, ξεμπερδεύω• ξεπλέκωξετυλίγω.2. μτφ. ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω•распутать сложный воцрос ξεδιαλύνω πολύπλοκο ζήτημα.
3. ξεπεδουκλώνω•лошадь ξεπεδουκλώνω το άλογο.
1. ξεμπλέκομαι• ξεμπερδεύομαι• ξεπλέκομαι• ξετυλίγομαι.2. μτφ. ξεδ ιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι, διασαφηνίζομαι.3. απαλλάσσομαι•распутать с долгами ξεμπερδεύω (ξεκάνω) με τα χρέη.
4. ξεπεδου-κλώνομαι•лошадь -лась το άλογο ξεπεδουκλώ-θηκε.
-
12 иррациональность
1. мат. το υπερβα-τό(ν) 2. филос. το αντιορ-θολογιστικό, η αλογία, ο άλογο(ν), ο παραλογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иррациональность
-
13 лошадь
зоол. о ίππος, разг. το άλογο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лошадь
-
14 беговой
бегов||ойприл1. δρομικός, τοῦ δρόμου, τοῦ ἱπποδρομίου, τής κούρσας:\беговойая дорожка спорт. ὁ στίβος, ὁ διάδρομος στίβου; \беговойа́я лошадь τό ἀλογο κούρσας, ὁ δρομικός ίππος. -
15 борзый
борзыйприл уст.:\борзый конь поэт. τό ζωηρό ἄτι, τό γρήγορο ἄλογο. -
16 вводить
вводитьнесоз.1. (внутрь) εἰσάγω, βάζω, μπάζω, προσάγω:\вводить войска в город μπάζω τά στρατεύματα στήν πόλη; \вводить лошадь в конюшню βάζω τό ἄλογο στό σταῦλο;2. (устанавливать) ἐγκαθιδρύω, ἐπιβάλλω, καθιερώνω:\вводить в моду καθιερώνω, ἐγκαινιάζω; \вводить в употребление βάζω σέ χρήση, ἐφαρμόζω; \вводить в действие θέτω σέ ἐνέργεια; \вводить в эксплуатацию ἀρχίζω νά ἐκμεταλλεύομαι ἐπιχείρηση;3. (вовлекать, ввергать)ра^(о σέ:\вводить в излишние расходы βάζω σέ περιττά ?ξοδα \вводить в заблуждение ἀποπλανώ, παραπλανώ; ◊ \вводить кого-л. в курс чего́-л. κάνω (или καθιστώ) ἐνήμερο, ἐνημερώνω, κατατοπίζω κάποιον \вводить кого-л. во владение юр. καθιστώ κάτοχο. -
17 верховой
верхов||о́й·1. прил ίππευτικός, τής ιππασίας:\верховойая езда ἡ ἱππασία, ἡ ίππευσις· \верховойая лошадь ἄλογο (или ἰππος) ἱππασίας·2. м ὁ ἱππέας, ὁ καβαλλάρης. -
18 взнуздать
взнуздатьсов, взнуздывать несов χαλινώνω, χαλιναγωγώ:\взнуздать» лошадь χαλι-νώνω τό ἄλογο. -
19 вольтижировка
вольтижировкаж ἡ ἀκροβασία σέ ἄλογο. -
20 вороной
ворон||о́йприл:\воронойая лошадь ὁ καρᾶς, τό μαύρο ἄλογο.
См. также в других словарях:
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
άλογο — το θηλαστικό ζώο, ο ίππος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
μόνιππος — η, ο (ΑΜ μόνιππος ον) νεοελλ. 1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο 2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία 2.… … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
αλογήσιος — ια, ιο [άλογο] τού αλόγου, αυτός που ανήκει στο άλογο ή προέρχεται από αυτό, «αλογήσιο κρέας» επίρρ. αλογήσια όπως ταιριάζει σε άλογο … Dictionary of Greek
αλογοσέρνω — 1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί 2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε 3. οδηγώ άλογο σε φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέρνω] … Dictionary of Greek
αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… … Dictionary of Greek