Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+άλογο

  • 101 езженый

    επ., βρ: -жен, -а, -о.
    1. της καβάλας•

    езженый конь άλογο της καβάλας.

    2. πεπατημένος•

    -ая дорога πεπατημένη οδός.

    Большой русско-греческий словарь > езженый

  • 102 жевать

    жую, жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. жеванный, ρ.δ.μ.
    1. μασώ•

    жевать кусок хлеба μασώ ένα κομμάτι ψωμί•

    лошадь -ет сено το άλογο μασά το χορτάρι.

    2. μτφ. συζητώ, εξετάζω πολύ χρόνο το ίδιο ζήτημα.
    μασώ, -ιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > жевать

  • 103 жеребец

    -бца α. άλογο, -άκι• επιβήτορας.

    Большой русско-греческий словарь > жеребец

  • 104 живот

    α.
    κοιλιά•

    вздутый живот φουσκωμένη κοιλιά.

    α.
    παλ. ζωή•

    ни на живот, а на смерть μέχρι θάνατο, μέχρι τελευταίας πνοής.

    α. παλ.
    ζώο εργατικό (συνήθως το άλογο). || πλθ. -ы, -ов περιουσία, πλούτος.

    Большой русско-греческий словарь > живот

  • 105 загнать

    -гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω μέσα, μπάζω•

    загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    2. διώχνω, κυνηγώ•

    собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.

    3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•

    загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.

    4. μπήγω• χώνω•

    он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•

    загнать сваи μπήγω πασσάλους.

    5. (απλ.) πουλώ•

    он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•

    загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > загнать

  • 106 задать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)
    1. δίνω• βάζω•

    задать работу δίνω δουλειά•

    задать задачу δίνω πρόβλημα•

    задать вопрос βάζω ερώτηση•

    -уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•

    задать бал δίνω χορό•

    задать страх ενσπείρω το φόβο•

    задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•

    задать загадку βάζω αίνιγμα.

    || τιμωρώ•

    я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.

    2. δίνω τροφή στα ζώα•

    овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.

    εκφρ.
    задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•
    задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•
    задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.
    1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•

    задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.

    2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.
    3. στέργω, ευδοκώ.

    Большой русско-греческий словарь > задать

  • 107 заезженный

    επ. από μτχ.
    κατακουρασμένος, εξαντλημένος, καταπονεμένος από το τρέξιμο•

    -ая лошадь εξαντλημένο άλογο από το τρέξιμο.

    || μτφ. γνωστός• τετριμμένος, κοινός•

    -ая фраза τετριμμένη φράση.

    Большой русско-греческий словарь > заезженный

  • 108 закинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•

    закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.

    2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•

    судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•

    -петлю ρίχνω θηλειά•

    закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•

    высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•

    закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•

    бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.

    εκφρ.
    закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•
    закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.
    2. γέρνω πίσω.
    3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > закинуть

  • 109 заковать

    -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αλυσοδένω, δεσμεύω, βάζω στα δεσμά•

    арестантов -ли в кандалы στους συλληφθέντες πέρασαν τις χειροπέδες.

    || θωρακίζω, βάζω θώρακα. || μτφ. καταθλίβω, καταπιέζω, στενοχωρώ. || μτφ. παγώνω, ακινητοποιώ (ποτάμι λίμνη κ.τ.τ.).
    2. πιάνω (με το καρφί) θίγω τα νεύρα•

    лошадь хромает, ее -ли το άλογο κουτσαίνει, γιατί το ‘πιασαν με το καρφί.

    3. αυνδέω με σφυρηλάτηση.
    αλυσοδένομαι, δεσμεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заковать

  • 110 закусить

    -ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закушенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    δαγκώνω•

    закусить губу δαγκώνω το χείλι.

    εκφρ.
    закусить удила – α) εξανίσταμαι, δεν υπακούω πια (για άλογο), θ) αποχαλινώνομαι•
    закусить язык – δαγκώνω τη γλώσσα (σιγώ, το βουλώνω).
    -ушу, -усишь
    ρ.σ.
    1. κολατσίζω, τρώγω πρόχειρα, τσιμπώ•

    закусить наскоро τρώγω στα πεταχτά.

    2. μ. πίνω με... закусить водку рыбкой πίνω βότκα με μεζέ ψαράκι•

    закусить лекарство конфеткой παίρνω φάρμακο και αμέσως μετά καραμέλα.

    || παίρνω μεζέ πριν το φαγητό.
    δαγκώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закусить

  • 111 запал

    α.
    1. εμπυρείο, εμπύρευμα, καψούλι.
    2. έξαψη, παράφορα.
    εκφρ.
    под – (απλ.) στην παράφορα.
    α.
    άσθμα των υποζυγίων, λαχάνιασμα, πνευστίαση, εμφύσημα•
    α. (για σιτηρά) κάψιμο (από ξηρασία, λίβα).

    Большой русско-греческий словарь > запал

  • 112 запалить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ανάβω, βάζω φωτιά.
    ρ.σ.μ.
    1. παραποτίζω, βλάπτω καθιδρωμένο άλογο.
    2. λαχανιάζω, κάνω να λαχανιάσει.
    3. αρχίζω να λαχανιάζω.
    παθαίνω εμφύσημα, άσθμα.

    Большой русско-греческий словарь > запалить

  • 113 запотеть

    ρ.σ.
    1. (απλ.) ιδρώνω•

    лошадь –ла το άλογο ίδρωσε.

    2. καλύπτομαι από ιυδροστα-γόνες•

    стекла -ли τα τζάμια ίδρωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > запотеть

  • 114 зарезать

    -ежу, -ежешь
    ρ.σ.μ.
    1. σφάζω, ««-τασφάζω. || κατασπαράζω, ξεσχίζω• πόβω•

    волк -ал овцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. (για άλογο) τρέχω με όλη την ταχύτητα.
    3. μτφ. βλάφτω, συφοριάζω, ποτίζω φαρμάκια.
    εκφρ.
    без ножа зарезать – καταστενοχωρώ, ποτίζω φαρμάκια•
    хоть зарежь – α) είναι απόλυτη ανάγκη (είναι προτιμότερο να με σφάξεις παρά να μη μου δόσεις αυτό που ζητώ), β) κατ’ ουδένα τρόπο•
    хоть зарежьте, не понимаю – με κανένα τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω.
    σφάζομαι, μαχαιρώνομαι.
    ρ.σ. κόβω, κόπτω, τέμνω.

    Большой русско-греческий словарь > зарезать

  • 115 застояться

    -оюсь, -оишься ρ.σ.
    1. πολυστέκω, παραστέκω, στέκομαι όρθιος πολύ χρόνο•

    конь -лся το άλογο παραστάθηκε.

    2. παραμένω επι πολύ.
    3. ακινητώ, χάνω τη φρεσκάδα.

    Большой русско-греческий словарь > застояться

  • 116 звезда

    -ы, πλθ. звзды θ.
    αστέρι, άστρο, αστέρας•

    падающая звезда διάττοντας αστέρας, αστροβολίδα, πεφτάστρι;•

    неподвижная απλανής αστέρας•

    полярная звезда πολικός αστέρας•

    утренняя звезда ο αυγερινός•

    вечерняя звезда ο αποσπερίτης•

    небо, усеянное -ами ουρανός αστερόεις.

    || κάθε τι πού έχει σχήμα αστεριού•

    пя-тикончная звезда το πεντάλφα•

    маршальская звезда το στραταρχικό αστέρι (παράσημο).

    || προσωπικότητα•

    звезда любви άστρο της αγάπης.

    || άσπρο σημάδι στο μέτωπο αλόγου•

    конь с белой -ой на лбу αστεράτο άλογο (μπάλης).

    εκφρ.
    морская звезда – το εχινόδερμο, αστερίας•
    до -ы – ως το βράδυ, ώσπου να βγουν τ αστέρια•
    - ы с нба хватает – πιάνει πουλιά στον αέρα (ικανότατος)•
    он родился под счастливой -ой – αυτός είναι σαββατογεννημένος (τον πάει η τύχη)•
    - экрана – αστέρι του κινηματογράφου•
    счш?ать -ы – μετρώ τ άστρα (χάσκω)•
    звезда падучаяπαλ. μετέωρο.

    Большой русско-греческий словарь > звезда

  • 117 златогривый

    επ. παλ. με χρυσόξανθη χαίτη•

    златогривый конь άλογο με χρυσόξανθη χαίτη.

    Большой русско-греческий словарь > златогривый

  • 118 игреневый

    επ.
    ξανθότριχο άλογο, αλιτζές.

    Большой русско-греческий словарь > игреневый

  • 119 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 120 иноходец

    -дца α. άλογο ραβανίτικο.

    Большой русско-греческий словарь > иноходец

См. также в других словарях:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — το θηλαστικό ζώο, ο ίππος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • μόνιππος — η, ο (ΑΜ μόνιππος ον) νεοελλ. 1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο 2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • αλογήσιος — ια, ιο [άλογο] τού αλόγου, αυτός που ανήκει στο άλογο ή προέρχεται από αυτό, «αλογήσιο κρέας» επίρρ. αλογήσια όπως ταιριάζει σε άλογο …   Dictionary of Greek

  • αλογοσέρνω — 1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί 2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε 3. οδηγώ άλογο σε φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέρνω] …   Dictionary of Greek

  • αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»