-
1 ευφυια
ἥ1) хорошее развитие, высокий рост(τοῦ πλατάνου Luc.)
2) изящество, красота(εὐ. καὴ ὥρα Plut.)
3) одаренность, даровитость, природные способности (sc. τῆς ψυχῆς Plut.)4) благородство(τοῦ ἤθους Plut.)
5) удобное местоположение, выгодность(τῶν τόπων Arst., Polyb.)
-
2 βαρυτης
- ητος ἥ1) тяжесть, тяжеловесность(β. καὴ κουφότης Arst.)
2) нагруженность, перегрузка(νεῶν Thuc., Polyb.)
3) тяжелый нрав, суровость Dem., Polyb., Plat.; pl. Isocr.4) ощущение тяжести(β. καὴ πλησμονέ σώματος Plut.)
5) онемелость, оцепенение(ναρκώδης Plut.; τῶν σκελῶν βαρύτητες Diod.)
6) низкий тембр(φωνῆς Plat., Arst.)
7) серьезность, степенность, важность(εὐσχήμων Arst.; τοῦ ἤθους Plut.)
8) грам. понижение тона (accentus gravis) Arst. -
3 κατανοησις
- εως ἥ1) наблюдение, вниманиеἡ ἀεὴ σύνοικος κ. Plat. — постоянное наблюдение, пристальное внимание
2) объяснение, (ис)толкование(νοσημάτῶν Plat.; γράμματα πολλέν ἔχοντα τοῦ ἤθους κατανόησιν Plut.)
3) мнение -
4 παροξυντικος
31) обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий(εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.)
2) раздражающий Isocr.3) легко возбуждающийся, чуткий(τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.)
-
5 υγροτης
- ητος ἥ1) тж. pl. влага, жидкость Plat., Arst.2) дрожание, трепетание (sc. ἐμπύρων ἀκμῶν Eur.)3) гибкость, подвижность Xen., Arst.4) слабость(χειρός Plut.)
5) томный взгляд, нежность(τῶν ὀμμάτων Plut.)
6) мягкость или простота(τοῦ ἤθους Arst.)
7) радушие, приветливость(ὑ. καὴ δαψίλεια Plut.)
-
6 χρωμα
- ατος τό1) поверхность тела, кожа, преимущ. цвет кожиχ. οὐκ ἀλλάσσειν Eur. — не меняться в лице, т.е. оставаться невозмутимым;οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος Arph. — он и не краснеет (от стыда);παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι ὑπό τινος Plat. — поминутно меняться в лице вследствие чего-л.2) краска(χρώματα καὴ ὀσμαί Plat.; χρωμάτων κρᾶσις Arst., Luc.)
διὰ χρωμάτων ἀπεικάζειν τι Xen. — изображать что-л. в красках;3) окраска, цвет(τοῦ πυρὸς χ. Arst.)
τὰς τῶν χρωμάτων λαμβάνειν μεταβολάς Arst. — менять окраску;ἄλλα χρώματα βάπτειν Plat. — окрашивать в другие цвета4) перен. колорит, оттенок, модуляция(τὰ τῆς μουσικῆς χρώματα Plat.)
χ. ἤθους Plut. — душевное своеобразие5) муз. хроматический строй, хроматизм Plut., Sext. -
7 τραχυτης
1) шероховатость, шершавость(τ. τε καὴ λειότης Plat.)
2) неровность, бугристость или скалистость(τῆς χώρας Xen.)
3) жесткость(τοῦ χαλινοῦ Xen.)
4) грубость(τῆς φωνῆς Arst.)
5) суровость, злобность(ὀργῆς Aesch.; ἤθους Plut.)
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Κρησίλας — (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης από την Κυδωνία της Κρήτης, σύγχρονος του Φειδία και του Πολύκλειτου. Εξάσκησε το επάγγελμά του στην Πελοπόννησο, στους Δελφούς, στην Έφεσο, αλλά κυρίως στην Αθήνα, όπου πιθανότατα διαμόρφωσε τα βασικά… … Dictionary of Greek
Μουράτ — Όνομα πέντε σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (; – 1389). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1360 89). Εγγονός του Οσμάν, ιδρυτή του οθωμανικού κράτους, διαδέχτηκε τον πατέρα του Ορχάν. Άρχισε τις κατακτητικές εκστρατείες των… … Dictionary of Greek
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Κουνελάκης, Νικόλαος — (Κρήτη 1829 – Κάιρο 1869). Ζωγράφος. Πολύ νέος έφυγε με την οικογένειά του από την Κρήτη, πιθανότατα από τα Χανιά, και εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το 1857, μετά τις ζωγραφικές σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας… … Dictionary of Greek
Αμαλία — I (Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 12,9, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,4. Ο αστεροειδής αυτός περιφέρεται σε… … Dictionary of Greek
Παρράσιος — I Αρχαίος Έλληνας ζωγράφος, ο οποίος εργάστηκε μεταξύ 440 και 380 π.Χ. Ήταν γιος και μαθητής του Εφέσιου ζωγράφου Ευήνορα, αλλά έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα και ήταν Αθηναίος πολίτης. Προτιμούσε δραματικά θέματα, πλούσια σε κίνηση, και… … Dictionary of Greek