-
1 αυτοχθων
I2, gen. ονος туземный, местный, коренной, природный(λαός Eur.; ἀρετή Lys.; νοσημάτων πηγαί Plut.)
II -
2 γεμω
1) быть нагруженным(πλοῖα γέμοντα Xen.; χρημάτων Thuc.)
γεμούσης τῆς νεός Her. — так как корабль был (чрезмерно) нагружен2) быть полным, переполненным, изобиловать(κῶμαι πολλῶν καὴ ἀγαθῶν γέμουσαι Xen.; λιμέν ἔγεμε πλοίων Plat.; σίτου γέμουσα πόλις Polyb.)
γ. παντοδαπῶν νοσημάτων Plut. — страдать всяческими болезнями3) быть преисполненным(τῆς ἀληθείας Aesch.; θυμιαμάτων καὴ στεναγμάτων Soph.; ἐλπίδων Plat.; μεταμελείας Arst.)
-
3 θεραπεια
ион. θεραπηΐη ἥ тж. pl.1) религиозное служение, почитание, культ(θεῶν τε καὴ δαιμόνων καὴ ἡρώων Plat.; περὴ τοὺς θεούς Isocr.)
τέν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. — поклоняться богам2) уважение, внимание(γονέων Plat.)
πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. — окружать глубоким почитанием;θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. — уважение к народу;ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. — относиться с большим уважением3) уход, забота, попечение(τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.)
παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. — дети, очень еще нуждающиеся в попечении4) уход, выращивание(τῶν καρπῶν Plat.)
5) забота, приготовление(τῶν ποπάνων καὴ ἑψημάτων Plat.)
ἐν ἐσθῆτι καὴ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. — в необычайно пышном наряде6) врачебный уход, лечение(τῶν καμνόντων Plat.)
αἱ περὴ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὴ θεραπεῖαι Isocr. — многие способы лечения телесных болезней7) свита, охрана(ἥ ἱππικέ θ. Xen.)
ὅ ἐπὴ τῆς θεραπείας Polyb. — начальник корпуса телохранителей8) прислуга, слуги -
4 ιασις
1) целебное средство, средство лечения (sc. τῶν νοσημάτων Plut.)ἴασίν τινα πρᾶξαι Soph. — применить какое-л. средство;
ὅσοι λόγου χάριν λέγουσι, τούτων ἔλεγχος ἴ. τοῦ λόγου (sc. ἐστίν) Arst. — в отношении таких, которые говорят (просто) для того, чтобы говорить, (единственным) средством является изобличение (бессодержательности их) слов2) (из)лечение, исцеление(τῶν νοσούντων Arst.; ἰάσεις ἀποτελεῖν NT.; перен. λύσις τε καὴ ἴ. τῶν δεσμῶν καὴ τῆς ἀφροσύνης Plat.)
πήματα, οἷς ἴασιν οὐκ ἔνεστιν ἰδεῖν Soph. — страдания, которым не видно исцеления;βλάβος, οὗ μή ἐστιν ἴ. Arst. — непоправимый ущерб -
5 κατανοησις
- εως ἥ1) наблюдение, вниманиеἡ ἀεὴ σύνοικος κ. Plat. — постоянное наблюдение, пристальное внимание
2) объяснение, (ис)толкование(νοσημάτῶν Plat.; γράμματα πολλέν ἔχοντα τοῦ ἤθους κατανόησιν Plut.)
3) мнение -
6 παιδαγωγικη
ἥ (sc. τέχνη) искусство воспитания Plut.ἡ π. τῶν νοσημάτων Plat. — искусство ухода за больными
-
7 υποτροπη
ἥ1) отступление, отход(ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι Plut.)
2) возврат, рецидив(τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Plut.)
См. также в других словарях:
νοσημάτων — νόσημα disease neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Φωτεινός, Γεώργιος — (1876 – 1961). Γιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Τελείωσε την Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα από το 1903 έως το 1907 πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρώπη, όπου και… … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
κράμπα — Ακούσια και επώδυνη σύσπαση ενός ή περισσότερων μυών. Οι κ. εμφανίζονται λόγω της συσσώρευσης των τοξικών προϊόντων της κόπωσης σε αγύμναστες μυϊκές μάζες κατά τη διάρκεια ή ύστερα από υπερβολική άσκηση (επαγγελματικές κ., κ. των αθλητών), μετά… … Dictionary of Greek
μικροβιολογία — Η επιστήμη που μελετά τους βιολογικούς και ανοσοβιολογικούς χαρακτήρες των βακτηριδίων. Η ύπαρξη πολύ μικρών οργανισμών, ικανών να προκαλέσουν και να μεταδώσουν λοιμώδη νοσήματα στον άνθρωπο, στα ζώα και στα φυτά, άρχισε να απασχολεί τον 16o… … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι … Dictionary of Greek
σύνδρομο — (Ιατρ.). Το σύνολο των συμπτωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποια νοσηρή κατάσταση, η οποία δεν αποτελεί κλασική ασθένεια. Γνωστό είναι το σ. του Μπρισό Σι κάρ (προσωπικός ημισπασμός με κινητικές διαταραχές των αντίστοιχων μελών). * * * το, Ν 1.… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek