-
1 πεψις
- εως ἥ [πέσσω]1) приготовление пищи, варка(ἐν τῷ ὑγρῷ Arst.) или жарение (ἐπὴ τῶν τηγάνων Arst.)
2) созревание(τῆς ἐν τοῖς περικαρπίοις τροφῆς Arst.; τῆς φλεγμονῆς Plut.)
3) брожение (sc. τοῦ οἴνου Plut.)4) пищеварение(π. καὴ ἀπεψία Arst.)
5) физиол. вырабатывание, выделение(ἥ τοῦ σπέρματος π. Arst.)
-
2 απουσια
ἥ1) отсутствие Aesch., Eur., Thuc., Dem., Arst.2) нехватка, недостаток(ἀ. πολλή Arst.)
3) убыль4) истечение семени -
3 αποφυσαω
1) сдувать(τινα εἴς τι Arph.)
2) ( о ветре) разгонять(τὰ νέφη Arst.)
3) выдувать(τοῦ σπέρματος τὸ ὑγρότερον Arst.)
4) выдыхатьἀποφυσήσας τὸ ψυχίδιον Luc. — испустив дух, скончавшись
-
4 κελυφος
- εος τό1) оболочка, кожица(τοῦ σπέρματος, περί τι Arst.)
2) скорлупа(ᾠοῦ, τῶν καράβων καὴ τῶν καρκίνων Arst.)
3) полость, орбитаἐρημαῖον κ. ὄμματος Anth. — пустая глазница
4) челнок, «скорлупка» Anth.5) шутл. вместилищеἀντωμοσιῶν κελύφη Arph. — старые крючкотворы, судейские крючки
-
5 προεσις
- εως ἥ1) выбрасывание, испускание, выделение(τοῦ σπέρματος, τῶν καταμηνίων Arst.)
2) расходование, тратаὁ ἄσῳτος ἐν προέσει ὑπερβάλλει Arst. — расточитель слишком много тратит
-
6 χλοη
дор. χλόα ἥ1) зелень, травы(λειμώνων χ. Eur.)
χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος Xen. — с появлением первых всходов посева2) свежая листва(ἀμπέλου Eur.; κυάμων Arst.)
-
7 αποκαθαρσις
- εως ἥ1) выделение, секреция(χολῆς Thuc.; σπέρματος Arst.)
2) отбросы, шлак (sc. τοῦ σιδήρου Arst.)3) очистка(τοῦ πυροῦ Plut.)
4) очищение, искупление(διά τινος Plut.)
-
8 πυθμην
- ένος ὅ1) дно, основание (sc. τοῦ δέπαος Hom.; τῆς θαλάσσης Hes.; τοῦ πελάγους Plat.)2) нижняя часть, низ(ἐλαίης Hom.)
3) стебель, ствол(πυροῦ Arst.)
4) перен. род, порождение(σμικροῦ γένοιτ΄ ἂν σπέρματος μέγας π. Aesch.)
5) дверной крюк(ἐκ πυθμένων κλίνειν κλῇθρα Soph.)
6) мат. корень числа Plat., Arst. -
9 ζωπυρον
τό1) досл. догорающий огонь, перен. последняя вспышка, остаток(ζ. τι τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος Luc.)
σμικρὰ ζώπυρα διασεσωσμένα Plat. — ничтожные уцелевшие остатки2) искорка, зачаток, зародыш(ζώπυρα ἄττα κινήσεως Arst.)
См. также в других словарях:
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek
κοτυληδόνες ή κοτύλες ή εμβρυόφυλλα — Τα πρώτα φύλλα του φυτού, τα οποία εμφανίζονται κατά το φύτρωμα των σπερμάτων και εξυπηρετούν την αποταμίευση ουσιών που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη του εμβρύου. Ο αριθμός των κ. αποτελεί σημαντικό ταξινομικό γνώρισμα των αγγειοσπέρμων, τα… … Dictionary of Greek
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
καρύοψη — Αδιάρρηκτος ξηρός καρπός συνήθως μικρών διαστάσεων, που αποτελείται κυρίως από ένα μικρό σπέρμα επενδεδυμένο με λεπτό περικάρπιο. Κ. είναι, για παράδειγμα, οι καρποί των αγρωστωδών, οι οποίοι περιέχουν σημαντική μάζα αμύλου, το ενδοσπέρμιο, το… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… … Dictionary of Greek
ωρίμαση — Το σύνολο των φυσικοχημικών διεργασιών, που παρεμβαίνουν στον μετασχηματισμό της ωοθήκης του άνθους, μετά τη γονιμοποίηση· από το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο παράγονται το έμβρυο, το ενδοσπέρμιο και τα καλύμματα του σπέρματος· από το καρπόφυλλο και … Dictionary of Greek