Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(πυροῦ

См. также в других словарях:

  • πυροῦ — πῡροῦ , πυρός wheat masc gen sg πυρόω burn with fire pres imperat mp 2nd sg πυρόω burn with fire imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρου — Πύρης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρου — πυρόω burn with fire pres imperat act 2nd sg πυρόω burn with fire imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пира — ПИР|А (1*), Ы с. πυρός Пшеница: ѿ пшеницi || пирамидѣ именовашесѧ. пира бо пшеница речетсѧ. (τοῦ πυροῦ) ГБ к. XIV, 169в–г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BRUCHIUM — fuit locus sive regio, urbis Alexandriae in Aegypto, ubi Museum fuit, de quo sic Spartian. in Hadriano, c. 20. Apud Alexandriam in Musio multas quaestiones Professoribus proposuit etc. Quin pro Musio ipso Ammianus accipit l. 22. ubi ait fuisse… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PYROPHORI — Graece πυροφόροι iidem nonnullis videntur cum Frumentariis; hanc eius appellationis causam reddentibus, quod ex horreis publicis frumentum, quod civibus praebebant certâ mensurâ, in domos portarent. Sed Frumentarii non ii erant, qui frumentum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεκανία — δεκανία, η (AM) [δεκανός] στρατιωτική ομάδα δέκα ανδρών αρχ. 1. το φυλάκιο, το οίκημα για τη στέγαση τής δεκανίας 2. μέτρο ή διαίρεση τής γης («ἀμπέλων δεκανίας») 3. μέτρο χωρητικότητας («δεκανία πυροῡ») …   Dictionary of Greek

  • μεσοποτάμιος — α, ο (ΑM μεσοποτάμιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών («σῑτός ἐστι μικρότερος τοῡ πυροῡ γεννᾱται δ ἐν ταῑς μεσοποταμίαις [χώραις]», Στράβ.) 2. αυτός που βρίσκεται στο μέσο ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», Πλούτ.) 3. (το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ομορίτας — ὁμορίτας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄρτος ἐκ πυροῡ διηττημένου γεγονώς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. ὅμωρος* «είδος άρτου»] …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • Ανδράγαθος — (αρχές 3ου αι. π.Χ.).Στρατηγός του Δημήτριου Πολιορκητή, που ανέλαβε τη διοίκηση της Αμφίπολης και των ανατολικών περιοχών της Μακεδονίας, αλλά την παρέδωσε στον Λυσίμαχο, σύμμαχο του Πύρου, και παραδόθηκε και o ίδιος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»