-
21 κατάληψις
3 taking possession, occupation,τῆς βασιλείας Isoc.9.69
; , R. 526d (pl.);ἱεροῦ D.19.21
; καταλήψεις πολέμου prob. f.l. for πολέων, App.BC4.14.4 Philos., direct apprehension of an object by the mind, Zeno Stoic.1.20, Luc.Par.4, al.;τῶν μετεώρων Philostr.Her.10.9
; ἀκριβὴς κ. certainty, Herod.Med. ap. Aët.9.37: pl., perceptions, Stoic.2.30, Luc.Herm.81, etc.; introduced into Latin by Cicero, Plu.Cic.40.II holding, grip, with the fingers, bandages, or instruments, Hp.Off.9; τὰς -λήψιας ποιεῖσθαι ibid., cf. Art.11 (in pl. also = ligatures, Medic.8); ο ὕπνος τοῦ.. αἰσθητηρίου κ. compression, Arist.Somn.Vig. 458a29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάληψις
-
22 κράτησις
2 ἡ Καίσαρος κ. (sc. Αἰγύπτου), an era in Egypt (viz. the capture of Alexandria, 30 B.C.), BGU 174 (i A.D.), PFay.89.2 (i A.D.), etc.4 prevalence, predominance,ἡ τῆς ἀπλανοῦς κ. Simp.in Cael. 475.30
, 476.5.2 in Law, title to possession, Mitteis Chr. 31 iii 32 (ii B.C.);κ. καὶ κυρεία BGU1187.7
, etc.b κ. τῶν ὑδάτων, i.e. drought, Cat.Cod. Astr.7.184.4 holding firm, steadying, Gal.18(2).826, Olymp. in Mete.96.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράτησις
-
23 σωτήριος
σωτήρ-ιος, ον,A saving, delivering,αὐγαὶ ἡλίου A.Supp. 213
, cf. Th.3.53, Pl.Plt. 311a, etc.; (iii A.D.); of symptoms, betokening recovery, Hp.Aph.7.37; ; ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου hope of seed to preserve or perpetuate the race, A.Ch. 236; δέχεσθαι τὸν ἱκέτην σωτήριον who brings safety to our state, S.OC 487 codd.b c. dat., bringing safety or deliverance to.., ὕδωρ ἰχθύσι ς. Heraclit.61; ἄριστα καὶ πόλεις. A.Th. 183, cf. Ch. 505, E.Heracl. 402, Ph. 918;νηυσίν τε καὶ ναύτῃσιν IG12(8)
p.x (Thasos, vi/V B.C.): also c. gen., τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς ς. Pl.Ep. 354b, cf. Arist.Pol. 1314a13: [comp] Comp. and [comp] Sup.,τὸ πείθεσθαι σωτηριώτερον αὐτοῖς X.Mem.3.3.10
;ἵππος -ώτατος τῷ ἀναβάτῃ Id.Eq.3.12
.2 of persons, much like σωτήρ, E. Or. 657, Ba. 965, etc.; θεοί, Ζεὺς ς., S.El. 281, Fr. 425: c. dat., Th.7.64; [Ἑλένη] ναυτίλοις ς. E.Or. 1637: c. gen. pers.,τάχ' ἂν γενοίμεθ' αὐτοῦ.. σωτήριοι S.Aj. 779
.II as Subst., σωτήρια, τά, deliverance, safety,τἀκείνου σωτήρια Id.El. 925
(soσ. πράγματα A.Ag. 646
); ἡ ἐλπὶς τῶν ς. Arist.Rh. 1383a17: also in sg., ἔρυμα τῆς χώρας καὶ πόλεως ς. A.Eu. 701;ἐπινοεῖν τι σ. τοῖς παροῦσι Luc.JTr.18
, cf. DMeretr.9.3.2 σωτήρια (sc. ἱερά) τά, a thank-offering for deliverance,σ. θύειν θεοῖς X.An.3.2.9
, 5.1.1, cf. Marm.Par.7, etc.;σ. ἄγειν Luc.Herm. 86
; σ. τοῦ βασιλέως πανηγυρίζειν for his escape, Hdn.1.10.7; of a festival at Delphi, commemorating the retreat of the Gauls, SIG402.5 (iii B.C.), etc.III Σωτήριος (sc. μήν), ὁ, also written Σωτήρειος, name of a month, PLond.2.141 (i A.D.), PFlor. 55 (i A.D.), etc.IV Adv.- ίως Antip.Stoic.3.256
, Ph.2.12, al., Plu.Luc.5, S.E.M.9.113, etc.; σ. ἔχειν to be capable of recovery, Plu. 2.918d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωτήριος
-
24 ὑποκρουσταλίς
ὑποκρουσταλίς· εἶδος τοῦ λίνου σπέρματος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκρουσταλίς
-
25 Δαυίδ
Δαυίδ, ὁ indecl. (Δαυείδ is another spelling, in late mss. also Δαβίδ, s. B-D-F §38; 39, 1; Mlt-H. 110; on the abbrev. Δᾱδ s. LTraube, Nomina Sacra 1907) David (דָּוִד) (LXX; SibOr index; Eupolemus the Jew [II B.C.]: 723 Fgm. 2b, 3ff Jac., in Eus., PE 30, 5 and 7f [Δαβίδ]; Philo, Conf. Lingu. 149 [Δαβίδ]; Just.; Mel. [Δαυίδ B, Δαυείδ Ch].—In Joseph. Ant. 6, 199; also 7, 101 in a quot. fr. Nicol. Dam. Δαυίδης, ου or Δαβίδης), king of Israel, in genealogy of Jesus Mt 1:6, 17; Lk 3:31. Acc to Mt 1:20; Lk 1:27; 2:4 Joseph was of Davidic descent. Jesus is called υἱὸς Δ.. Mt 1:1; 9:27; 12:23; 15:22; 20:30f; 21:9, 15; Mk 10:47f; 12:35; Lk 18:38f; ἐκ σπέρματος Δ.. Ro 1:3; 2 Ti 2:8; IEph 18:2; IRo 7:3; AcPlCor 2:5; ἐκ γένους Δ.. IEph 20:2; ITr 9:1; ISm 1:1; cp. Rv 22:16.—ἕως τῶν ἡμερῶν Δ.. Ac 7:45. David called to be king 13:22 (conflation of Ps 88:21, 1 Km 13:14 and Is 44:28); beneficiary of divine promises 13:34 (Is 55:3). David eating showbread (1 Km 21:1–6) Mt 12:3; Mk 2:25; Lk 6:3. His fidelity to Saul and clemency to Nabal AcPl Ha 6, 21ff (1 Km 25). His wars 1 Cl 4:13. His death Ac 13:36 (3 Km 2:10). His grave Ac 2:29 (cp. Jos., Bell. 1, 61; Ant. 16, 179). As singer of psalms Mk 12:36f; Lk 20:42, 44; Ac 2:25; Ro 4:6; 11:9; Hb 4:7; B 10:10; AcPl Ha 7, 11; also inspired Mt 22:43, 45; Ac 1:16; 2:34; 4:25; prophesying B 12:10. Ancestor of the Messiah Mt 22:42; Mk 12:35; Lk 20:41; B 12:10. The messianic reign described as kgdm. of David Mk 11:10; the restoration of the ‘fallen tent of David’ Ac 15:16 (Am 9:11). David’s throne Lk 1:32 (Is 9:6). The Messiah has the key, i.e. sovereignty, of David Rv 3:7 (Is 22:22 v.l.). Bethlehem is the city of David Lk 2:4, 11; J 7:42. On ἡ ῥίζα Δ.. Rv 5:5; 22:16 s. ῥίζα 2. On λίμνη τοῦ Δ.. Ox 840, 25 s. λίμνη 1b.—D. is exemplar of faith Hb 11:32; described as μεμαρτυρημένος 1 Cl 18:1; ἐκλεκτός 52:2.—The mng. of ἄμπελος Δ.. in the eucharistic prayer D 9:2 is debated (s. ἄμπελος b).—EDNT. RAC III 594–603. TW. -
26 ἐπιλαμβάνομαι
ἐπιλαμβάνομαι (s. λαμβάνω) fut. ἐπιλήψομαι LXX; 2 aor. ἐπελαβόμην; pf. ptc. fem. ἐπειλημμένη Gen 25:26 (in our lit., as well as LXX and TestJos 8:2, only in the mid., which is used since Hdt.; also ins, pap; Philo, Somn. 2, 68; Jos., Bell. 6, 232; Just.).① to make the motion of grasping or taking hold of someth., take hold of, grasp, catch, sometimes w. violence, w. gen. foll. (Hdt. 6, 114 al.; LXX) of pers. (Laud. Therap. 24 ἐπιλαμβάνονται τοῦ ἀνδρός; 2 Km 13:11; Is 3:6) Mt 14:31; Lk 23:26 v.l.; Ac 17:19; 21:30, 33 (s. 2 below); of thing (LXX) τῆς χειρός τινος (cp. Pla., Prot. 335c; Zech 14:13; Jos., Ant. 9, 180) Mk 8:23; Ac 23:19; fig. Hb 8:9 (Jer 38:32). Foll. by gen. of pers. and of thing by which the person is grasped (X., An. 4, 7, 12 ἐ. αὐτοῦ τῆς ἴτυος ‘his shield’; Diod S 17, 30, 4; Epict. 1, 29, 23; Bel 36 LXX; TestJos 8:2) μου τῆς χειρός me by the hand Hv 3, 2, 4 (Plut., Mor. 207c ἐπιλαβόμενος αὐτοῦ τῆς χειρός). αὐτοῦ τῆς πήρας him by the knapsack Hs 9, 10, 5. W. acc. of pers. (cp. Pla., Leg. 6, 779c) Lk 9:47; press into service 23:26 (for the loanw. ἀγγαρεύω, q.v.). Freq., where ἐ. seems to govern the acc., that case is actually the object of the finite verb upon which ἐ. depends: Lk 14:4; Ac 9:27; 16:19; 18:17.② to take into custody, arrest (cp. Demosth. 33, 9) Ac 21:33.③ to pounce on someth. compromising, catch, fig. ext. of 1, w. double gen. (cp. 1 above) someone in someth. αὐτοῦ λόγου him in someth. he said Lk 20:20; also αὐτοῦ ῥήματος vs. 26④ take hold of in order to make one’s own, take hold of, fig. ext. of 1 (Hdt. 1, 127; 5, 23; Polyb. 6, 50, 6; 15, 8, 12; Pr 4:13) τῆς αἰωνίου ζωῆς 1 Ti 6:12; cp. vs. 19.⑤ be concerned with/about. The context of ἀγγέλων, σπέρματος Ἀβραάμ Hb 2:16 suggests the rendering take an interest in, prob. in the sense help (schol. on Aeschyl., Pers. 742 [but s. KDolfe, ZNW 84, ’93, on the textual problem]; Sir 4:11). This may be the place for the variant reading ἐπιλαβών (but the act. is otherw. never used in LXX or NT) Mk 14:72.—M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπιλαμβάνομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek
κοτυληδόνες ή κοτύλες ή εμβρυόφυλλα — Τα πρώτα φύλλα του φυτού, τα οποία εμφανίζονται κατά το φύτρωμα των σπερμάτων και εξυπηρετούν την αποταμίευση ουσιών που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη του εμβρύου. Ο αριθμός των κ. αποτελεί σημαντικό ταξινομικό γνώρισμα των αγγειοσπέρμων, τα… … Dictionary of Greek
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
καρύοψη — Αδιάρρηκτος ξηρός καρπός συνήθως μικρών διαστάσεων, που αποτελείται κυρίως από ένα μικρό σπέρμα επενδεδυμένο με λεπτό περικάρπιο. Κ. είναι, για παράδειγμα, οι καρποί των αγρωστωδών, οι οποίοι περιέχουν σημαντική μάζα αμύλου, το ενδοσπέρμιο, το… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… … Dictionary of Greek
ωρίμαση — Το σύνολο των φυσικοχημικών διεργασιών, που παρεμβαίνουν στον μετασχηματισμό της ωοθήκης του άνθους, μετά τη γονιμοποίηση· από το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο παράγονται το έμβρυο, το ενδοσπέρμιο και τα καλύμματα του σπέρματος· από το καρπόφυλλο και … Dictionary of Greek