-
1 έξαψη
[-ις (-εως)] η1) разжигание, возбуждение;έξαψη των παθών (τού μίσους) — разжигание страстей (ненависти);
2) гнев; раздражение, негодование;εν εξάψει в пылу раздражения;στην έξαψη τού θυμού μου — в пылу гнева;
έχω εξάψεις у меня кровь приливает к лицу от гнева;3) лихорадка, возбуждение, волнение;κατάσταση έξαψης — лихорадочное состояние;
4) вспышка;έξαψη πάθους — вспышка страсти;
έξαψη του πυρετού — жар; — лихорадка;
5) мед. прилив крови (к лицу) -
2 ληψις
- εως ἥ1) хватательное движение, хватание2) захват, взятие(τῆς πόλεως Thuc.)
3) pl. ловля(τῶν ζῳδαρίων Arst.)
4) получение(τοῦ μισθοῦ Plat.)
5) pl. поступление, доход Plat.6) принятие(τοῦ μὲν λ., τοῦ δ΄ ἀποβολή Arst.; δόσις καὴ λ. NT.)
7) лог. положение, исходное утверждение(τῆς ἀντιφάσεως Arst.)
8) мед. приступ (sc. πυρετοῦ Arst.) -
3 εμφάνιση
[-ις (-εως)] η1) представление, предъявление;γραμμάτιον πληρωτέον επί τη εμφάνίσει — чек на предъявителя;
2) явка, приход; появление;η εμφάν τού συζύγου — приход мужа;
η εμφάνιση των μαρτύρων — явка свидетелей (в суд);
3) появление, возникновение;η εμφάνιση τού αντιπάλου — появление противника;
η εμφάνιση πυρετού — появление температуры;
η εμφάνιση δυσχερειών — возникновение трудностей;
η εμφάνιση τού χειμώνα — наступление зимы;
4) выступление (на сцене и т. п.);5) внешний вид; внешность; туалет;έχω ωραία εμφάνιση — выглядеть красиво;
6) фото проявление -
4 ανεσις
- εως ἥ1) ослабление напряженности, отпускание(χορδῶν Plat., Plut.)
2) облегчение, льгота(φορῶν Plut.)
3) ослабление, уменьшение, смягчение(κακῶν Her.; πυρετοῦ Arst.; λύπης Plut.)
4) передышка, отдых(τοῦ σώματος Arst.; ἄ. καὴ σχολή Polyb.)
5) освобождение(λύσις καὴ ἄ. τῆς αἰσθήσεως Arst.)
6) таяние(πάγων Plut.)
7) распущенность, разнузданность(τῶν ἀνωφελῶν ἡδονῶν Plat.; δούλων, γυναικῶν Arst.; ἄ. τοῖς στρατιώταις ἐγγενομένη Plut.)
-
5 εντασις
- εως ἥ [ἐντείνω]1) досл. напряжение, перен. усиление(πυρετοῦ Plut.)
προσώπου ἔ. Luc. — серьезное выражение лица2) мат. включение, вписывание(τοῦ χωρίου εἰς τὸν κύκλον Plat.)
-
6 ένταση
[-ις (-εως)] η1) натягивание, натяжение; 2) интенсивность; напряжённость;ένταση πυρός — воен, интенсивность огня;
3) напряжение;ένταση πνεύματος (προσοχής, δυνάμεων) — напряжение ума (внимания, сил);
ένταση πυρετού — повышение температуры;
στην ένταση της μάχης — в разгаре боя;
4) обострение; натянутость, напряжённость;ένταση σχέσεων — обострение отношений;
διεθνής ένταση — напряжённость в международных отношениях;
5) физ. сила; напряжение;ένταση ήχου — сила звука;
ένταση του ήλεκτρικού ρεύματος — напряжение электрического тока;
6) муз. динамический оттенок (звука);§ ένταση των εξοπλισμών — гонка вооружений
См. также в других словарях:
Φίνλεϊ, Κάρολος-Ιωάννης — (Finlay, 1833 – 1915). Κουβανός γιατρός. Σπούδασε στις ΗΠΑ και το 1860 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ευρώπη, κοντά στον Βάιρ Μίτσελ. Γύρισε στην πατρίδα του στη συνέχεια και αφιερώθηκε στη μελέτη του κίτρινου πυρετού. Από τις επιστημονικές του… … Dictionary of Greek
ένταση — η (AM ἔντασις) 1. τέντωμα, διάταση («η ένταση τής χορδής») 2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» η άνοδος τού πυρετού) νεοελλ. 1. το μέτρο τού μεγέθους ή τής αποτελεσματικότητας τού ήχου, τού φωτός, τής ακτινοβολίας κ.λπ. 2. φρ. α) «ένταση ήχου» η … Dictionary of Greek
συστολή — η, ΝΜΑ [συστέλλω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστέλλω, ο περιορισμός σε όγκο ή σε έκταση 2. ιατρ. σύσπαση ενός οργάνου τού σώματος, όπως λ.χ. τής καρδιάς ή τής μήτρας, που προκαλεί σμίκρυνση τών κοιλοτήτων του («σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ … Dictionary of Greek
ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… … Dictionary of Greek
καταβολή — η (AM καταβολή) [καταβάλλω] 1. κατάθεση, τοποθέτηση 2. πληρωμή, απόδοση χρηματικού ποσού 3. η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» ΚΔ) νεοελλ. 1. αδυναμία τού οργανισμού και γενική εξάντληση που μπορεί να προέλθει από διάφορα… … Dictionary of Greek
огнь — ОГН|Ь (1091), И ( Ѧ) с. 1.Огонь как одна из стихий: манихеане… все гл҃юще д҃шевьна огнь въздѹхъ. землю. водѹ и сады. и дрѣвеса и сѣмена. (τὸ πῦρ) КЕ XII, 278а; створивыи б҃ъ огнь и водѹ ѿ небытнаго сѹщьства, ѿ огнѧ бо свѣтъ сл҃нце и проча˫а (πῦρ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
είμμα — το (Α λεῑμμα, ατος) [λείπω] υπόλοιπο, υπόλειμμα («ὁρᾷ τοῡ παιδὸς τὰ λείμματα», Ηρόδ.) αρχ. 1. μουσ. η μικρότερη μουσική υποδιαίρεση ή μονάδα τών μουσικών τόνων 2. (στη ρυθμική) η ελάχιστη ανάπαυλα 3. ιατρ. διάλειψη, διακοπή τού πυρετού 4.… … Dictionary of Greek
καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ … Dictionary of Greek
πτώση — η 1. το πέσιμο, η ανατροπή, το σώριασμα, το αναποδογύρισμα, το κατρακύλισμα: Πτώση αεροπλάνου. – Πτώση φύλλων κτλ. 2. απόσπαση, βγάλσιμο: Πτώση των τριχών. 3. μτφ., για πόλεις και φρούρια, η κατάληψη, η παράδοση, η εκπόρθηση: Πτώση της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
болѣзнь — БОЛѢЗН|Ь (506), И с. 1.Болезнь, нездоровье, физический недуг: Стенюштю ономоу тѩжько отъ болѣзни. Изб 1076, 52 об.; не ѡ(т)лоучашесѩ ѡ(т) нѥго [ученик]... бѣ бо оуже болѣзнию лютою одьрьжимъ. [Феодосий] ЖФП XII, 63б; въ недоузѣ лютѣ ѡбъдьржима. и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ένδομα — ἔνδομα, το (Α) η ύφεση ή ελάττωση τού πυρετού … Dictionary of Greek