-
21 девятый
девят||ыйчисл. порядк. ἔννατος:\девятыйого (числа) στίς ἐννιά τοῦ μήνα, τήν ἐννάτην τοῦ μηνός. -
22 приходиться
приходитьсянесов1. ἐρχομαι:\приходиться впо́ру (об одежде, обуви) ἐρχεται ἀκριβώς· \приходиться по вку́су εἶμαι τοῦ γούστου·2. (совпадать) συμπίπτω, πέφτω:первое число́ приходится на воскресенье ἡ πρώτη τοῦ μηνός πέφτει Κυριακή·3. безл (причитаться):с него́ приходится пятьдесят рублей αὐτός πρέπει νά πληρώσει πενήντα ρούβλια·4. безл (нужно) ἀναγκάζομαι:ему́ приходится уехать ἀναγκάζεται νά ἀναχωρήσει· мне приходится иметь дело с ним ἔχω νά κάνω μ' αὐτόν вечно приходится напоминать тебе πάντα πρέπει νά σοῦ θυμίζουν5. (быть в родстве):он мне приходится двоюродным братом τόν Εχω ἐξάδελφο· ◊ ему ту́го прихо́дится τά βρίσκει μπαστούνια, τά βρίσκει σκοδ-ρα. -
23 πρώτος
ώτη, ο[ν] 1.1) первый; πρώτη σειρά первый ряд;πρώτος μαθητής — первый ученик;
πρώτη φορά первый раз, в первый раз, впервые;2) неотложный, срочный; είδη πρώτης ανάγκης предметы первой необходимости; 3) элементарный, простой;πρώτες γνώσεις — элементарные знания;
πρώτοι αριθμοί мат. — простые числа;
§ τό πρώτο βιολί — первая скрипка;
οι πρώτες βοήθειες — а) первая помощь; — б) скорая помощь;
πρώτες ύλες — сырьё;
η πρώτη τού μηνός первое число месяца;η πρώτη τού έτους первое января;ο πρώτος τυχών — первый встречный;
ο πρώτος αριθμός — первый номер лотереи;
εν πρώτοις — или (κατά) πρώτον — во-первых, прежде всего;
με το πρώτο — сразу, тут же;
2. (ο) рел духовный глава монастырей Старого Афона -
24 τέλος
το 1.1) конец, окончание; финал;τέλος του μηνός (τού έτους) — конец месяца (года);
στο τέλος της ημέρας — к исходу дня;
φθάνω [στο τέλος — быть на исходе;
2) сбор; пошлин; плата (установленная государством);τέλη χαρτοσήμου — гербовый сбор;
ταχυδρομικά τέλη — почтовый сбор;
εκπαιδευτικά τέλη — плата за обучение;
§ απ' αρχής μέχρι τέλους — с начала до конца;
επί τέλους — наконец;
εν τέλει — в конечном счёте; — в конце концов;
τέλος πάντων — а) наконец, в конце концов; — б) ладно, не будем;
2. επίρρ. наконец, в конце концов -
25 δανείζω
A- είσω D.35.52
: [tense] aor.ἐδάνεισα X.Cyr.3.1.34
, etc.: [tense] pf.δεδάνεικα D.35.52
:—[voice] Med., ibid.: [tense] fut.δανείσομαι Id.32.15
: [tense] aor.ἐδανεισάμην Lys.12.59
, etc.: [tense] pf. δεδάνεισμαι in med. sense, X. HG6.5.19, D.37.53:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐδανείσθην X.HG2.4.28
, D.33.12: [tense] pf.δεδάνεισμαι Id.36.5
, 49.53: ([etym.] δάνος):—put out money at usury, lend, IG12.302.56, Ar.Th. 842, al.; more fully,δ. ἐπὶ τόκῳ Pl.Lg. 742c
;ἐπὶ ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν δ. τοῦ μηνὸς ἑκάστου D.53.13
, cf. Aeschin.1.107; δ. ἐπὶ τούτοις τοῖς ἀνδραπόδοις on the security of.., D.27.27;ἐπὶ τοῖς σώμασι Arist.Ath.9.1
;εἰς τὰ ἡμέτερα D.27.28
; .2 [voice] Med., have lent to one, borrow, Ar.Nu. 1306, etc.;ἀπό τινος Lys.17.2
; ἐπὶ τοῖς μεγάλοις [τόκοις] D.1.15;δ. ἐγγείων τόκων 34.23
:—[voice] Act. and [voice] Med. opposed, ἀποδώσουσι οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ γιγνόμενον ἀργύριον ap.D.35.11:—[voice] Pass., of the money, to be lent out, Ar.Nu. 756, X.HG2.4.28, D.33.12.3 metaph. in [voice] Med.,μόρια ἀπὸ τοῦ κόσμου Pl.Ti. 42e
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δανείζω
-
26 τόκος
τόκος, ὁ, (1) das Gebären; auch von Tieren; (2) das Geborene, das Junge, übh. Nachkommenschaft; πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε, Vorfahren und Nachkommenschaft, od. Geschlecht und Abkunft; auch vom Adler; Οἰδίπου τόκος, der Sohn des Oedipus; von Tieren; (3) Übertr., der Gewinn von ausgeliehenem Gelde, Zins, Wucher; τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, von Kapital und Zinsen; τόκον ὃς ἔτυχεν ἐν Σηστῷ ὢν ἐπόγδοον,, = ἐπ' ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου, monatlich von einer Mine, = 600 Obolen, 8 Obolen Zins, nach unserer Weise zu rechnen 16 %.; andere Zinsfüße sind ἐπίτριτος, ἐπίπεμπτος, ἐπιδέκατος, = 6, 10, 20 %. Auch Ertrag des Ackers -
27 σῑτηρέσιον
σῑτηρέσιον, τό, Proriant, Kost, Beköstigung, bes. der Soldaten, auch Sold, Löhnung, Xen. An. 5, 10, 4; die VLL. crkl. τὸ διδόμενόν τισιν ἐς τροφήν; Dem. ἵνα δέκα ἕκαστος τοῠ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σιτηρέσιον λαμβάνῃ, 4, 28, vgl. 50, 10; Sp., wie Plut. Cat. min. 26.
-
28 δανειζω
1) (тж. δ. ἐπὴ τόκῳ Plat., Arst.) отдавать деньги в рост, ссужать под проценты Arph., Dem.δ. ἐπὴ ὀκτὼ ὀβολοῖς τέν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου Dem. — ссужать деньги из расчета 8 оболов за 1 мину в месяц, т.е. из 33% месячных;
ξυνέπραξεν ἑκατὸν τάλαντα αὐτοῖς δανεισθῆναι Xen. — он добился того, что им дана была ссуда в 100 талантов;δ. ἐπὴ τοῖς σώμασι Plut. — давать взаймы под залог личной свободы (т.е. с правом продать в рабство должника в случае неуплаты);τὰ παιδία δ. ἀλλήλοις εἰς εὐωχίαν Arst. — (о людоедских племенах Понта) поедать друг у друга детей2) med. брать взаймы(παρά τινος Xen., Arst.; ἀπό τινος Plat.; ἐπὴ μεγάλοις τόκοις Dem.)
3) med. заимствовать(ἐν τῷ λόγῳ Plat.)
-
29 πολλακις
эп.-ион. πολλάκῐ (ᾰ) adv.1) ( иногда τὸ π.) часто, многократно(Hom.; π. καὴ οὐκ ἅπαξ Her.)
π. τοῦ μηνός Xen. — не раз в месяц;π. μύριοι Plat. — много десятков тысяч;τέν οὐσίαν π. τοσαύτην ποιεῖν Plat. — во много раз увеличить состояние;π. δὲ καὴ ἴσως πλειστάκις Plat. — часто, а, быть может, и очень часто2) ( после εἰ, ἄν, ἐάν, μή, ἵνα μή) быть может, только, как-либоἐάν τι πολλὰ π. πάθω Arph. — если, быть может, меня постигнет злая участь;
μέ π. τοὺς ἀγροὺς αὑτοῦ παραλίπῃ Thuc. — (Перикл подумал), не пощадит ли как-л. (Архидам) его землю -
30 двеиадцагый
двеиадцаг||ыйчисл. порядк. δωδέκατος:\двеиадцагыйого (числа) στίς δώδεκα τοῦ μηνός· ему́ пошел \двеиадцагый год μπήκε στά δώδεκα. -
31 одиннадцатый
оди́ннадца||тыйчисл. порядк. ἐνδέκατος:\одиннадцатыйтого числа τήν ἐνδεκάτη τοῦ μηνός. -
32 тридцатый
тридцат||ыйчисл. порядк. τριακοστός:\тридцатыйое августа στίς τριάντα Αύγουστου· \тридцатыйая страница ἡ τριακοστή σελίδα· \тридцатыйое число στίς τριάντα τοῦ μηνός· \тридцатый год τό τριακοστόν ἔτος. -
33 έκαστος
-
34 μεσώ
(ο) αμετ. находиться посредине, в середине;μεσουντος τού μηνός — в середине месяца
-
35 πόσος
-
36 δέκατος
-η,-ον +[*]ЧO54-8-14-8-17=101 Gn 8,5; 14,20; 28,22; Ex 12,3; 16,36tenth Gn 8,5; τὸ δέκατον tenth part, tithe Lv 23,13; gift, offering Tob 1,6τῇ δεκάτῃ τοῦ μηνός on the tenth day of the month Lv 23,27; πᾶσα δεκάτη τῆς γῆς every tithe of the landLv 27,30; δέκατον σεμιδάλεως tenth of fine flour Ex 29,40; δέκατον δέκατον a tenth at a time (semit., rendering MT רוןשׂע רוןשׂע) Nm 28,21Cf. BAUMGARTEN 1984 246-247 (Tob 1,6); HORSLEY 1983, 65; WEVERS 1990, 484; →NIDNTT -
37 πέμπτος
-η,-ον + Ч O 9-21-14-4-15=63 Gn 1,23; 30,17; 47,24; Ex 13,18; Lv 5,24fifth Gn 1,23(τῇ) πέμπτῃ τοῦ μηνός (sc. ἡμέρᾳ) on the fifth day of the month Ez 1,1; (τῇ) πέμπτῃ καὶ εἰκάδι (sc.ἡμέρᾳ) on the twenty fifth day Neh 6,15*Ex 13,18 πέμπτῃ fifth-ישׁחמי for MT יםשׁחמ in battle array (army in five parts) Cf. LE BOULLUEC 1989, 160 -
38 πολλάκις
πολλάκις [ᾰ], [dialect] Ep. and Lyr. [full] πολλάκι, sts. in Trag. (only lyr.) metri gr., A.Th. 227, Supp. 131, S.Ph. 1456 (anap.); never in Prose: ([etym.] πολύς): Adv.I of Time, many times, often, Il.1.396, etc.;π. καὶ οὐκὶ ἅπαξ Hdt.7.46
;π. τοῦ μηνός X.Cyr.1.2.9
;π. ἀγωνοθέτης Ephes. 3p.152No.
70.II of Degree and Number, π. μυρίοι many tens of thousands, Pl.Lg. 810d, Tht. 175a; of Quantity, [τὴν] οὐσίαν π. τοσαύτην ἐποίησε Id.R. 330b
; of Size,μεῖζον π. Plu.2.944a
.2τὸ π.
mostly, for the most part,Pi.
O.1.32; very much, altogether,χρὼς ὅμοιος ἐγίνετο πολλάκι θάψῳ Theoc.2.88
;χαίρετε π Μοῖσαι Id.1.144
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλάκις
-
39 προθεσμία
A day appointed beforehand, a fixed or limited time, within which money was to be paid, actions brought, claims made, elections held, etc., and if this period was allowed to expire, no further proceedings were allowed, D.36.25, Aeschin.1.39; ἐὰν ἡ π. ἐξήκῃ is past, IG12.41.9;τριετὴς π. Pl.Lg. 954d
, cf. D.38.27, Paus.4.5.10.2 generally, fixed or appointed time,προθεσμίας οὔσης τῷ κινδύνῳ Lys.7.17
;π. ἀδικημάτων Id.13.83
;μηδεμίαν εἶναι π. τῆς ἐπιλήψεως Pl.Lg. 954e
; , cf.Ep.Gal.4.2, OGI509.21 (Aphrodisias, ii A.D.);οὐκ ἐτήρησε τὴν π. τῆς θεοῦ Supp.Epigr.4.649
(Lydia, ii A.D.); π. φυσικὴ [ νόσου] natural period, Gal.1.289;ἡ π. τῆς καθάρσεως Sor.2.10
, cf. 1.21, al.: pl., τρεῖς τοῦ μηνὸς ἀρχαὶ καὶ π. (Kalends, Nones and Ides) Plu.2.269b;προθεσμίας ὁριζομένους ἑορτάς Luc.Nigr.27
.3 occasion of delay, J.AJ15.5.1.II προθέσμιος, α, ον, Adj. foreappointed, Ἔφεσος, ἡ π. τῶν γάμων (sc. πόλις) Ach. Tat.5.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προθεσμία
-
40 σιτηρέσιον
σῑτηρέσι-ον, τό,A provision-money, X.An.6.2.4;δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28
; ἐδίδου τοῖς ναύταις ς. Id.50.53;ἐργώναις ς IG42(1).103.168
(Epid., iv B.C.): generally, allowance, pension, PLond.3.955.10 (iii A.D.); annuity purchased, Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, σ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. frumentatio, Plu.Caes.8, cf. 57, Crass.2, Cat.Mi.26; cf. σιτοδοτέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτηρέσιον
См. также в других словарях:
Διὰ τί τοῦ Μαίου μηνὸς οὐκ ἄγονται γυναῖκες. — См. Кто в Мае женится, тот будет маяться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… … Dictionary of Greek
Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… … Dictionary of Greek
MENIS — apud Strabonem, qui tribus locis eius templorum meminit, Casaubono idem cum Luna Numen est, Sed quia numquam Μηνὸς ἱερὸν sine adiecto ponit, verum semper aut Μηνὸς φαρνάκου, Μηνὸς Κάρου, aut Μηνὸς ἀρχαίου, non potest sub his cognominibus Lunam… … Hofmann J. Lexicon universale
έμμηνος — η, ο (AM ἔμμηνος, ον) 1. αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή μέσα στη χρονική περίοδο τού μηνός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έμμηνα α) η εμμηνορρυσία β) οι ουσίες που αποβάλλονται κατά την εμμηνορρυσία αρχ. 1. φρ. α) «ἔμμηνοι δίκαι» δίκες για τις… … Dictionary of Greek
Confession inscriptions of Lydia and Phrygia — are Roman era Koine Greek religious steles from these historical regions of Anatolia (then part of Asia and Galatia provinces), dating mostly to the 2nd and 3rd centuries. They have provoked less discussion than one would expect. The new element… … Wikipedia
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
Ντελ Κόσα, Φραντσέσκο — (Francesco del Cossa, Φεράρα 1436 – Μπολόνια 1478). Ιταλός ζωγράφος. Καθοδηγήθηκε από τον πατέρα του στη ζωγραφική τέχνη. Το 1470 διακόσμησε μαζί με άλλους καλλιτέχνες το μέγαρο Σκιφανόια στη Φεράρα με τις αλληγορίες των μηνών Μαρτίου, Απριλίου… … Dictionary of Greek