Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τοῦ+μηνός

  • 1 третий

    трет||ий
    прил τρίτος:
    \третийье лицо́ τό τρίτο πρόσωπο· \третийье склонение грам. ἡ τρίτη κλίση· \третий этаж τό δεύτερο πάτωμα· \третий класс (в школе) ἡ τρίτη τάξη· \третийьего числа στις τρεις τοῦ μηνός, τήν τρίτη τοῦ μηνός· \третийьего января στίς τρεις 'ἱανουαρίου· \третийья страница ἡ τρίτη σελίδα· \третийьего дня προχθές· ◊ из \третийьих рук ἀπό τρίτο χέρι.

    Русско-новогреческий словарь > третий

  • 2 под

    под I
    предлог Α. с вин. и твор. п.
    1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:
    \под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων
    2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:
    жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·
    3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:
    \под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.
    1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):
    \под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·
    2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:
    \под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··
    3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:
    это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·
    4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:
    помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:
    \под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.
    под II
    м (печи) ὁ πάτος τής σόμπας.

    Русско-новогреческий словарь > под

  • 3 двадцатый

    двадцатый
    числ. порядк. είκοστός:
    \двадцатыйого (числа) στίς είκοσι τοῦ μήνα, τήν είκοστήν τοῦ μηνός· ему пошел \двадцатый год μπήκε στά είκοσι.

    Русско-новогреческий словарь > двадцатый

  • 4 девятнадцатый

    девятнадцат||ый
    числ. порядк. δέκατος ἔννατος; \девятнадцатыйого (числа) στίς δεκαεννιά τοῦ μήνα, τήν δεκάτην ἐννάτην τοῦ μηνός.

    Русско-новогреческий словарь > девятнадцатый

  • 5 девятый

    девят||ый
    числ. порядк. ἔννατος:
    \девятыйого (числа) στίς ἐννιά τοῦ μήνα, τήν ἐννάτην τοῦ μηνός.

    Русско-новогреческий словарь > девятый

  • 6 приходиться

    приходиться
    несов
    1. ἐρχομαι:
    \приходиться впо́ру (об одежде, обуви) ἐρχεται ἀκριβώς· \приходиться по вку́су εἶμαι τοῦ γούστου·
    2. (совпадать) συμπίπτω, πέφτω:
    первое число́ приходится на воскресенье ἡ πρώτη τοῦ μηνός πέφτει Κυριακή·
    3. безл (причитаться):
    с него́ приходится пятьдесят рублей αὐτός πρέπει νά πληρώσει πενήντα ρούβλια·
    4. безл (нужно) ἀναγκάζομαι:
    ему́ приходится уехать ἀναγκάζεται νά ἀναχωρήσει· мне приходится иметь дело с ним ἔχω νά κάνω μ' αὐτόν вечно приходится напоминать тебе πάντα πρέπει νά σοῦ θυμίζουν
    5. (быть в родстве):
    он мне приходится двоюродным братом τόν Εχω ἐξάδελφο· ◊ ему ту́го прихо́дится τά βρίσκει μπαστούνια, τά βρίσκει σκοδ-ρα.

    Русско-новогреческий словарь > приходиться

  • 7 двеиадцагый

    двеиадцаг||ый
    числ. порядк. δωδέκατος:
    \двеиадцагыйого (числа) στίς δώδεκα τοῦ μηνός· ему́ пошел \двеиадцагый год μπήκε στά δώδεκα.

    Русско-новогреческий словарь > двеиадцагый

  • 8 одиннадцатый

    оди́ннадца||тый
    числ. порядк. ἐνδέκατος:
    \одиннадцатыйтого числа τήν ἐνδεκάτη τοῦ μηνός.

    Русско-новогреческий словарь > одиннадцатый

  • 9 тридцатый

    тридцат||ый
    числ. порядк. τριακοστός:
    \тридцатыйое августа στίς τριάντα Αύγουστου· \тридцатыйая страница ἡ τριακοστή σελίδα· \тридцатыйое число στίς τριάντα τοῦ μηνός· \тридцатый год τό τριακοστόν ἔτος.

    Русско-новогреческий словарь > тридцатый

  • 10 месяц

    месяц
    м
    1. (календарный) ὁ μήνας, ὁ μήν:
    в мае \месяце τόν Μἀη, τόν Μάϊο μήνα· ка́ждый \месяц κάθε μήνα· прошлый \месяц τόν περασμένο μήνα· \месяц тому́ назад πρό ἐνός μηνός· бу́дущий \месяц ὁ προσεχής (или ὁ ἐπόμενος) μήνας·
    2. (луна) ἡ σελήνη, τό φεγγάρι:
    молодой \месяц ἡ νέα σελήνη, τό καινούργιο φεγγάρι· ◊ медовый \месяц ὁ μήνας τοῦ μέλιτος.

    Русско-новогреческий словарь > месяц

См. также в других словарях:

  • Διὰ τί τοῦ Μαίου μηνὸς οὐκ ἄγονται γυναῖκες. — См. Кто в Мае женится, тот будет маяться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Μεταγειτνιών — Ο δεύτερος μήνας του αρχαίου ελληνικού ημερολογίου, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνταν οι μετοικήσεις και συνεπώς η αλλαγή των γειτόνων. Συνέπιπτε με τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο και αποτελούσε την αρχή του νέου οικονομικού έτους, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • MENIS — apud Strabonem, qui tribus locis eius templorum meminit, Casaubono idem cum Luna Numen est, Sed quia numquam Μηνὸς ἱερὸν sine adiecto ponit, verum semper aut Μηνὸς φαρνάκου, Μηνὸς Κάρου, aut Μηνὸς ἀρχαίου, non potest sub his cognominibus Lunam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμμηνος — η, ο (AM ἔμμηνος, ον) 1. αυτός που γίνεται κάθε μήνα ή μέσα στη χρονική περίοδο τού μηνός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έμμηνα α) η εμμηνορρυσία β) οι ουσίες που αποβάλλονται κατά την εμμηνορρυσία αρχ. 1. φρ. α) «ἔμμηνοι δίκαι» δίκες για τις… …   Dictionary of Greek

  • Confession inscriptions of Lydia and Phrygia — are Roman era Koine Greek religious steles from these historical regions of Anatolia (then part of Asia and Galatia provinces), dating mostly to the 2nd and 3rd centuries. They have provoked less discussion than one would expect. The new element… …   Wikipedia

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • Ντελ Κόσα, Φραντσέσκο — (Francesco del Cossa, Φεράρα 1436 – Μπολόνια 1478). Ιταλός ζωγράφος. Καθοδηγήθηκε από τον πατέρα του στη ζωγραφική τέχνη. Το 1470 διακόσμησε μαζί με άλλους καλλιτέχνες το μέγαρο Σκιφανόια στη Φεράρα με τις αλληγορίες των μηνών Μαρτίου, Απριλίου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»