-
1 ἡσσάομαι
ἡσσάομαι, att. ἡττάομαι, ion. ἑσσέομαι, fut. ἡσσηϑήσομαι, aber auch ἡττήσομαι, Lys. 28, 9 Xen. An. 2, 3, 23; das act. ἡσσηκότες, ἡττήσαντες führt Suhd. an, Isae. 11, 21 ist jetzt geändert; sonst findet es sich nur bei Sp., in der Bedeutung besiegen, überwältigen, ἥττησε τὰς ψυχὰς τῶν ἐναντίων Pol. 1, 75, 3, vgl. 3, 18, 5; κατὰ κράτος ἥττησεν D. Sic. 20, 30; τοὺς Λακεδαιμονίους ἡττηκότες 15, 87; das pass. oder den. ἡσσάομαι heißt schwächer ( ἥσσων) sein als ein Anderer, ihm nachstchen, gegen ihn den Kürzern ziehen, von ihm übertroffen, besiegt werden; absolut, Thuc. im Ggstz von ἐπικρατεῖν, 1, 49, Aesch. πρὸς τῶν κρατούντων δ' ἐσμέν, οἱ δ' ἡσσημένων, Spt. 498; εἰ κοὐκ ἀρκέσει ποϑ' ὗμιν οὐδ' ἡσσημένοις εἴκειν Soph. Ai. 1221; Eur. Phoen. 1264; μάχην, in der Schlacht, Isocr. 4, 145 u. öfter, wie Dem. μάχην ἥττηντο 19, 320; auch τὴν δίκην, im Proceß, d. i. den Proceß verlieren, Plat. Legg. IX, 880 c; öfter in der Gerichtssprache, Ar. Plut. 482; Oratt.; Sp., ἡττήϑησαν τὴν μάχην Pol. 5, 105, 10; ähnl. τὴν γνώμην οὐχ ἡσσῆσϑαι, den Muth nicht verloren haben, Thuc. 6, 72; aber auch τῷ ϑυμῷ, γνώμῃ, Her. 8, 130. 9, 122; τῇ μάχῃ, 5, 46; τοῖς δικαίοις, im Proceß, Plut. Cat. min. 16. Ggstz νικάω Plat. Legg. XII, 955 b, κατορϑοῦν Isocr. 4, 124. – Als eigtl. pass., ὑπό τινος, ἑσσοῠσϑαι ὑπὸ Περσέων Her. 3, 106. 4, 197; Thuc. 2, 39; ὑπ' ἔρωτος ἡττώμενος Plat. Phaedr. 233 c; ὑπ' ἔχϑρας Polit. 305 c; auch πρός τινος, Her. 9, 122. Seltener c. dat., Eur. Andr. 918; ὕπνῳ Ael. H. A. 13, 22. – Häufiger aber τινός, dem darin liegenden Compar. entsprechend, γυναικὸς ἡσσημένος Eur. Alc. 700; τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης ἡσσώμενον Ion 1117; τοῦ δεινοῦ, unterliegen, Thuc. 4, 37; Xen. Cyr. 1, 5, 11; τῶν φό-βων Plat. Legg. I, 635 d; Sp., ἥττητο Λαγίδος Ath. III, 592 c. – Adj. verb., κοὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα, man darf sich nicht von einem Weibe überwinden lassen, ihm nicht nachgeben, Soph. Ant. 674; vgl. Ar. Lys. 450.
-
2 ἡσσάομαι
ἡσσάομαι, besiegen, überwältigen; das pass. oder den. ἡσσάομαι heißt schwächer ( ἥσσων) sein als ein anderer, ihm nachstehen, gegen ihn den Kürzern ziehen, von ihm übertroffen, besiegt werden; μάχην, in der Schlacht; auch τὴν δίκην, im Prozess, d. i. den Prozess verlieren; öfter in der Gerichtssprache; τὴν γνώμην οὐχ ἡσσῆσϑαι, den Mut nicht verloren haben; τοῦ δεινοῦ, unterliegen. Adj. verb., κοὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα, man darf sich nicht von einem Weibe überwinden lassen, ihm nicht nachgeben -
3 κατ-άρχω
κατ-άρχω, anfangen, beginnen, zuerst Etwas thun; τίνες κατῆρξαν μάχης Aesch. Pers. 343; ὁδοῦ κάταρχε, gehe des Wegs voran, Soph. O. C. 1023; δεινοῠ λόγου κατῆρξας Trach. 1125; λόγων κατάρχομεν τῇ πόλει ὠφελίμων Ar. Lys. 638; μάχης Eur. Suppl. 675; λόγου Plat. Prot. 351 e; absol., Conv. 177 e; τοῦ καλεῖν Xen. Hem. 2, 3, 11; c. partic., καὶ αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Cyr. 4, 5, 58; – seltner c. acc., ϑαυμαστὸν γάρ τινα ἀνὴρ κατῆρχε λόγον Plat. Euthyd. 283 e. – Bei Sp. auch = Herr sein, beherrschen. – Med. κατάρχομαι, anfangen, anheben; absol., τόδε κατάρχεται μέλος ἐμοὶ κλύειν φίλιον ἐν δόμοις Eur. Herc. Fur. 749, vgl. 889; Pol. 5, 49, 1; c. gen., Eur. Phoen. 543; τοῖς κατηργμένοις ἤδη τῆς ἐπ ουρανίου πορείας Plat. Phaedr. 256 d; κατήρχοντο τῆς πρὸς τὸν βουνὸν προςβολῆς Pol. 2, 67, 1. – Bes. gottesdienstlicher Ausdruck, von den Gebräuchen, mit denen beim Opfer der Anfang gemacht wurde, Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, Nestor begann das Opfer mit Händewaschen und Aufstreuen der heiligen Gerste auf das Haupt des Opferthieres, Od. 3, 445; das Opferthier weihen, um es zu schlachten, Her. 2, 45; μὴ κατάρξῃ τοῦ τράγου Ar. Av. 960; Eur. I. T. 40. 56 u. öfter; κατάρξει ϑυμάτων Phoen. 576; D. Hal. 3, 35 u. a. Sp.; καὶ καϑιερῶσαι Plut. Themist. 13; auch pass., ᾗ (ϑεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. Heracl. 601; vgl. ἀπάρχω. – Dah. schlagen, tödten, τινός; Luc. Somn. 3; ἅπαντας γὰρ ἔδει κατάρξασϑαι καὶ γεύσασϑαι τοῦ φόνου Plut. Caes. 66. – Uebertr., ϑανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξομαι, v. l. κατάρξω, beklagen, Eur. Andr. 1200.
-
4 πρό-βλημα
πρό-βλημα, τό, 1) das Vorgehende, Vorspringende, der Vorsprung (vgl. προβλής); ὑλᾶεν ἔπεστι πόντου πρόβλημα, Soph. Ai. 1198, der ins Meer hervorragt. – 2) gew. das zum Schutz Vorgehaltene; σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι, Aesch. Spt. 522; u. so auch 658, φέρ' ὡς τάχος κνημῖδας, αἰχμὴν καὶ πέτρων προβλήματα, Steine, mit denen man sich schützt, indem man sie zum Wurfe braucht; λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα, Soph. Phil. 996, zum Schutz; aber Ai. 1055 μηδὲν φόβου πρόβλημα μηδ' αἰδοῠς ἔχων scheint »Hinderniß« zu bedeuten; χειμῶνος προβλήματα, gegen, Eur. Suppl. 208; νεῶν προβλήμασι πελάζων, Rhes. 213; κακῶν, Schutz gegen das Unglück, Ar. Vesp. 515; Her. 4, 175. 7, 70; χειμώνων, Plat. Tim. 74 b; τῶν προβλημάτων τὰ μὲν πρὸς τὸν πόλεμον ὁπλίσματα, τὰ δὲ φράγματα, Polit. 279 d; προβλήματα ἵππων χαλκᾶ, der schützende Pferdepanzer von Erz, Xen. Cyr. 6, 1, 51; Folgde, wie Pol., πρόβλημα ποιεῖσϑαι, λαβεῖν τὸν ποταμόν, 2, 66, 1. 3, 14, 5 u. öfter. Auch was man vorschützt, was zum Bemänteln dient, οὐδὲν οὖν ἄλλο ἢ πρόβλημα τοῠ τρόπου τὸ σχῆμα τοῦτ' ἐστί, Dem. 45, 69. – Ὄψεως, Hinderniß des Gesichts, was das Licht benimmt, Ael. H. A. 2, 13. – 3) das Vorgelegte, die Aufgabe, bes. Streitfrage; δεινοῦ ἄρχομαι προβλήματος, Eur. El. 985; παραλαβεῖν, Plat. Theaet. 180 c; Soph. 261 a u. öfter; Arist. u. Folgde; λύσιν τοῦ προβλήματος εὕροντο τοιαύτην, Pol. 30, 17, 5; auch Schwierigkeit, εἰς πρόβλημα παμμέγεϑες ἐμπίπτειν, 28, 11, 9.
-
5 ἐπι-κρεμάννῡμι
ἐπι-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερϑε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται ϑάνατος, droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν ὄλεϑρος Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέϑους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασϑέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., ἆϑλος ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).
-
6 κατ-εξ-αν-ίσταμαι
κατ-εξ-αν-ίσταμαι (s. ἵστημι), mit dem aor. II. act., sich wider Einen auflehnen, sich gegen Einen empören, Stand halten wogegen; παντὸς δεινοῦ D. Sic. 17, 21; τοῦ πολέμου Plut. Demetr. 22; ἁπάντων, von dem wilden Pferde Bucephalus, Alex. 6; a. Sp.; eine Behauptung bekämpfen, S. Emp. – Hesych. hat auch die act. Form κατεξανιστᾷ, Erkl. von καταπλήσσει.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
Μπουνιαλής, Μαρίνος Τζάνες — (17ος αι.). Ποιητής. Έγραψε ένα μεγάλο ποίημα 12 χιλιάδων στίχων μέτριας ποιητικής αξίας, αλλά το οποίο θεωρείται μνημείο της δημοτικής. Το ποίημα τιτλοφορείται Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου του εν τη νήσω Κρήτη γενομένου. Στο πατριωτικό … Dictionary of Greek
Διακρούσης, Άνθιμος — (17ος αι.). Λόγιος και κληρικός. Είναι γνωστός και με το προσωνύμιο Ακάκιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά, αλλά έζησε έως το 1645 στην Κυδωνία, έπειτα στην Κρήτη και, τελικά, εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Εκεί επιμελήθηκε την ανατύπωση έργων του… … Dictionary of Greek
δεινότητα — η (AM δεινότης) [δεινός] 1. η ιδιότητα τού δεινού, επικίνδυνη κατάσταση, κρισιμότητα («η δεινότητα τών περιστάσεων», «τὰς ἐν τῷ βίῳ περιστάσεις τὰς ἐχούσας δεινότητας») 2. φυσική ικανότητα, εξαιρετική δεξιότητα (ευφυΐα ή πανουργία) (α. «η… … Dictionary of Greek
Βαρλαάμ ο Καλαβρός — (Σεμιναρία Καλαβρίας 1290; – Ιέρακας Καλαβρίας 1350;). Έλληνας θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, πρόδρομος της Αναγέννησης. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες στην Κάτω Ιταλία, όπου νέος ακόμα απέκτησε φήμη… … Dictionary of Greek
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek
κατεξανίσταμαι — (AM, Α και κατεξανιστῶ, άω) εξεγείρομαι, αγωνίζομαι εναντίον κάποιου («παντὸς δεινοῡ κατεξανίστασθαι», Διόδ.) αρχ. 1. προφυλάγομαι από κάποιον («διὸ κατεξαναστῆναι τοῡ μέλλοντος», Πολ.) 2. υπομένω γενναία («τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῡ… … Dictionary of Greek