-
1 Και οι τοίχοι έχουν αφτιά
• И у стен есть ушиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Και οι τοίχοι έχουν αφτιά
-
2 Κι οι τοίχοι έχουν αφτιά
• И у стен есть ушиИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κι οι τοίχοι έχουν αφτιά
-
3 τοιχος
ὅ1) стена(δώματος Hom.; οἰκίας Plut.)
2) тж. pl. борт корабля Hom., Thuc., Eur.πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Arph. или εἰς εὐτυχῆ τοῖχον Eur. — с попутным ветром (досл. с благополучного борта)
3) стенка(οἱ τοῖχοι τῶν κηρίνων Arst.)
4) бок(τοῖχοι μελέων Eur.)
-
4 αλινος
-
5 αριφραδης
-
6 ξυμφυης
21) сросшийся, приросшейἡ γλῶττα τῇ κάτω σιαγόνι σ. Arst. — язык (крокодила), приросший к нижней челюсти
2) сплошной, непрерывный(τὸ ὄστρακον Arst.; τοῖχοι Diod.)
τὸ συμφυές Arst. — непрерывность, т.е. материя3) связанный по природе, тесно сопряженный, приуроченный(τινι Plat.)
ἀκοέ σ. ἀέρι (ἐστίν) Arst. — слух тесно сопряжен с воздухом;αἱ μέλιτται τῷ κοινῷ συμφυεῖς Plut. — пчелы, от природы связанные с общественной жизнью;ξ. τοῦ παντὸς χρόνου Plat. — сопротяженный всему времени, т.е. вечный4) прирожденный, врожденный, природный(κακά Plat.)
-
7 πηλοδομος
-
8 συμφυης
21) сросшийся, приросшейἡ γλῶττα τῇ κάτω σιαγόνι σ. Arst. — язык (крокодила), приросший к нижней челюсти
2) сплошной, непрерывный(τὸ ὄστρακον Arst.; τοῖχοι Diod.)
τὸ συμφυές Arst. — непрерывность, т.е. материя3) связанный по природе, тесно сопряженный, приуроченный(τινι Plat.)
ἀκοέ σ. ἀέρι (ἐστίν) Arst. — слух тесно сопряжен с воздухом;αἱ μέλιτται τῷ κοινῷ συμφυεῖς Plut. — пчелы, от природы связанные с общественной жизнью;ξ. τοῦ παντὸς χρόνου Plat. — сопротяженный всему времени, т.е. вечный4) прирожденный, врожденный, природный(κακά Plat.)
-
9 αφτί
το1) ухо;γαϊδουρίσια αφτια — ослиные уши;
βουλώνω τ' αφτιά — затыкать уши;
βουίζουν τ' αφτιά μου — в ушах звенит;
τραβώ τ' αφτία — или πιάνω από τ'αφτί — драть за уши;
2) слух;έχω γερό αφτί — иметь хороший слух;
τρυπ τ' αφτιά — резать слух;
δεν έχω (μουσικό) αφτί — не иметь (музыкального) слуха;
4) ручка, ушко (сосуда, сумки и т. п.);βάζω αφτί — прислушиваться;
τεντώνω ( — или τσιτώνω, στήνω, στυλώνω) τ' αφτί ( — или τ' αφτιά) — или 2χω τεντωμένο τ' αφτί — или έχω τεντωμένα τ' αφτια — с) навострить уши, насторожиться; — б) держать ухо востро;
έχει τσιτωμένα τ' αφτιά του — у него ушки на макушке;
είναι περήφανο τ' αφτ μου — быть тугим на ухо;
κάτι πήρε τ' αφτί μου — я что-то слышал об этом (краем уха);
μου πήρες τ' αφτιά με τίς φωνές σου — у меня барабанные перепонки лопнут от твоего крика;
αφτί καί μάτι ( — держи) ушки на макушке, смотри в оба;
δεν πιστεύω (σ)τ' αφτιά μου — не верить своим ушам;
λέγω ( — или ψιθυρίζω) κάτι στο αφτί — говорить что-л, на ухо, нашёптывать;
του το σφύριξαν στ' αφτί — это ему подсказали;
κοκκινίζουν τ' αφτιά από ντροπή — а) покраснеть до ушей от стыда; — б) уши вянут;
φτάνω στ' αφτιά κάποιου — доходить до чьйх-л. ушей; — становиться известным кому-л.;
ρίχνω ( — или κατεβάζω) τ' αφτιά — поджать хвост, испугаться;
απ' το στόμα σου και στού Θεού τ' αφτί — да сбудутся твои слова;
από τ' αφτί και στο δάσκαλο — поспешно, наспех, живо;
μου 'φάγε τ' αφτιά — он мне все уши прожужжал, протрубил;
δεν ιδρώνει τ' αφτί του — он и ухом не ведёт; — он и в ус не дует;
του μπήκαν ψύλλοι στ' αφταφτb7)αφτιά — его охватило подозрение; — он начал беспокоиться;
είμαι (или γίνομαι) όλος αφτιά превращаться в слух, слушать во все уши;γελουν και τ' αφτιά μου — быть вне себя от радости;
από το 'να αφτί του μπαίνει κι' από τ' άλλο βγαίνει — погов, у него в одно ухо влетает, в другое вылетает;
κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει погов, сытый голодного не разумеет;κι' οι τοίχοι έχουν αφτιά погов, и у стен есть уши -
10 γυμνός
η, ό[ν]1) голый, нагой, обнажённый; неодетый; слишком легко одетый; 2) плохо одетый, не имеющий хорошего платья; одетый в лохмотья, оборванный; 3) ничем не прикрытый, оголённый; лишённый чего-л.;γυμνοί τοίχοι — пустые, голые стены;
γυμνή μάχαιρα — нож без чехла, без ножен;
γυμνά μαξιλάρια — подушки без наволочек;
γυμνός αγωγός — или γυμνό καλώδιο — оголённый провод;
4) голый, оголённый, лишённый растительности;γυμνό εδαφος — голая земля;
§ γυμνή αλήθεια — голая истина, правда;
γυμνό σπίτι — пустой дом, голые стены;
λόγος γυμνός επιχειρημάτων — ничем не мотивированная, не аргументированная речь;
γυμνός επιστημονικών εφοδίων — лишённый научной подготовки, не имеющий глубоких знаний
См. также в других словарях:
τοῖχοι — τοῖχος wall of a house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek