-
1 голый
го́л||ыйприл1. (нагой, обнаженный) γυμνός, γδυμνός/ ὁλόγυμνος, τσίτσιδος (ничем не прикрытый):с \голыйыми ногами ξυπόλυτος· \голыйые стены о£ γυμνοί τοίχοι· спать на \голыйом полу́ κοιμούμαι στό πάτωμα χωρίς στρωσίδια· на \голыйом месте ἀπ' τό τίποτε, σέ ἀπροετοίμαστο ἐδαφος'2. перен (без прикрас) καθαρός:\голыйая истина ἡ καθαρή (или γυμνή) ἀλήθεια· \голыйые факты τά ξερά γεγονότα· ◊ \голыйыми руками χωρίς ὀπλο, χωρίς ἐργαλεία· гол как сокол погов. е φτωχός σάν τόν "Ιώβ, Άνθρωπος, πού δέν ἐχει βρακί νά φορέσει. -
2 наружный
нару́жн||ыйприл1. (внешний) ἐξωτερικός:\наружныйый карман ἐξωτερική τσέπη· \наружныйые стены ἐξωτερικοί τοίχοι· \наружныйое средство τό φάρμακο ἐξωτερικής χρήσεως·2. (показной) ἐπίπλαστος, φαινομενικός:\наружныйое спокойствие φαινομενική ήρε-μία. -
3 бревенчатый
επ.από κορμούς δέντρων• ξύλινος•-ые стены ξύλινοι τοίχοι (από κορμούς δέντρων).
-
4 глинобитный
επ.αχυρόλασπος•-ые стены αργιλότοιχοι (χωμάτινοι, αχυρόλασποι) τοίχοι.
-
5 голый
επ., βρ: гол, -а, -о.1. γυμνός, γδυμνός•-ые ноги γυμνά πόδια•
-ое тело γυμνό σώμα.
|| φτωχός, ελεεινός, άθλιος.2. αποψιλωμένος, μαδαρός, σπανός, φαλακρός, αβλάστητος, άβλαστος, αφύτρωτος.3. ακάλυπτος.4. ανόθευτος, καθαρός, γνήσιος, σκέτος•голый спирт καθαρό οινόπνευμα.
|| μονάτος, μόνο• μονάχα•-ые факты σκέτα γεγονότα•
-ые цифры μόνο (μονάχα) αριθμοί.
εκφρ.голый провод – γυμνό καλώδιο (χωρίς μονωτική ουσία)•- ые стены – γυμνοί τοίχοι (χωρίς στολίδια)•- ми руками – με τα χέρια (μόνο), χωρίς όπλο ή εργαλείο. -
6 закоптить
-пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закопченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. καπνίζω, καλύπτω με καπνιά•закоптить стекло καπνίζω το γυαλί•
закоптить кастрюлю μαυρίζω την κατσαρόλα, ταριχεύω με κάπνισμα.
2. αρχίζω να καπνίζω κλπ. ρ. βλ. коптить.καπνίζομαι, σκεπάζομαι από καπνιά•стены -лись οι τοίχοι μαύρισαν από τον καπνό.
|| ταριχεύομαι με κάπνισμα•рыба хорошо -лась το ψάρι καλά καπνίστηκε.
-
7 саманный
επ.πλινθινος, του πλίνθου. || απο πλιθάρι, με πλιθάρι•-ые дома πλινθόκτιστα σπίτια•
-ые стены πλινθόκτιστοι τοίχοι.
-
8 стена
-ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.1. τοίχος•каменная стена πέτρινος τοίχος•
-ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.
2. το τείχος•стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•
-ы города τα τείχη της πόλης.
|| μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).
3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•стена рва η πλευρά της τάφρου.
εκφρ.стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•стена в -у – βλ. προηγούμενη έκφραση•стена на -у – βλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•в четыре -ах (сидеть,жить – κ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως. -
9 сыреть
ρ.δ.1. υγραίνω, -ομαι, νοτίζω•стены -ют οι τοίχοι υγραίνουν.
2. παχαίνω επιβλαβώς. -
10 толстый
επ., βρ: толст, толста, толсто; толще.1. χοντρός•-ое дерево χοντρό δέντρο•
-ые стены χοντροί τοίχοι•
толстый стакан χοντρό ποτήρι•
-ые нитки χοντρές κλωστές•
-ые чулки χοντρές γυναικείες κάλτσες.
2. παχύς, παχύσαρκος, σαρκώδης, κρεατώδης•толстый мужчина χοντρός άντρας•
-ые губы χοντρά χείλη.
3. (για φωνή, ήχο) χοντρός, βαρύς, βαθύς.εκφρ.толстый карман – φούσκα οι τσέπες λεφτά, παραλής• πάμπλουτος•- ая мошна – βλ. προηγούμενη έκφραση (толстый карман)• толстыйая кишка το παχύ έντερο•поперк себя толще – (απλ.) μαμού θ. αρκουδάνθρωπος (πάρα πολύ χοντρός). -
11 ухо
-а, πλθ. уши, ушей ουδ.1. το αυτί, το ους•у меня болит ухо μου πονά το αυτί•
шум в ушах βουητό στ αυτιά•
глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•
внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•
среднее ухо το μέσο αυτί•
чесать ухо ξύνω το αυτί•
длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.
2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.
3. η βελονότρυπα.4. ακοή•медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•
у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•
музыкальное ухо μουσικό αυτί.
εκφρ.ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•по уши влюбиться (врезаться – κ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν). -
12 Party walls
subs.P. κοινοὶ τοῖχοι (Thuc. 2, 3).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Party walls
См. также в других словарях:
τοῖχοι — τοῖχος wall of a house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… … Dictionary of Greek