-
41 αποκρυπτω
1) тж. med. скрывать, прятать, утаивать(τινί τι Hom., Plut. и τινά τινος Hom.)
2) закрывать, затмевать(τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν Her.; χιὼν ἀπέκρυψε τοὺς ἀνθρώπους Xen.; ἀπεκρύπτετο ζόφῳ τὸ πεδίον Plut.)
; перен. заслонять, затемнять(τέν σοφίαν Plat.)
3) терять из виду(γῆν Plat.; τινά Luc.)
4) (sc. ἑαυτόν) скрываться из виду(ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν Thuc.)
-
42 επιτριβω
(ῑβ)1) натирать (до ссадин)2) сбивать с ног3) мучить, терзать(ὀδύναις τινά Xen.)
; томить(τινὰ πόθῳ Arph.)
4) возбуждать, раздражать(τινά Polyb.)
5) оказывать губительное действие, губить, истреблять, убиватьἐπιτοιβείης! Arph. — провались ты!;ἐπιτριβείην εἴ τι ἐψευσάμην! Luc. — провалиться мне, если я солгал(а)! -
43 καιω
реже κάω (ᾱ) (impf. ἔκαιον - атт. ἔκᾱον, fut. καύσω, aor. ἔκαυσα; pass.: fut. καυθήσομαι, aor. ἐκαύθην, aor. 2 ἐκάην, pf. κέκαυμαι, ppf. ἐκεκαύμην)1) (тж. κ. πυρί NT.) зажигать, жечь(πυρὰ πολλά Hom.; λύχνον NT.)
φλὸξ θεείου καιομένοιο Hom. — пламя горящей серы;καομένων τῶν λαμπάδων Arph. — (дым) от горящих лампад2) жечь, сжигать(δένδρεα, νεκρούς Hom.)
3) сжигать в жертву(μηρία Hom.; ὀστέα λευκά Hes.)
4) жечь, уничтожать огнемτέμνειν καὴ κ. или κ. καὴ πορθεῖν Xen. — уничтожать огнем и мечом
5) обжигатьἡ ἡμέρη καίει τοὺς ἀνθρώπους Her. — дневная жара обжигает людей;
ἐνίοτε καὴ κ. λέγεται καὴ θερμαίνειν τὸ ψυχρόν Arst. — иногда говорится, что холод обжигает и согревает6) мед. прижигать(τέμνειν καὴ κ. Plat.)
7) опалять, делать загорелым, pass. загорать(ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.)
8) жечь как огнемτὰ ἐντὸς ἐκάετο Thuc. — (у больных) внутренности жгло как огнем;
κάομαι τέν καρδίαν Arph. — у меня сердце в огне, я горю (от негодования)9) растоплять, плавить(ἥ χαλκῖτις λίθος καίεται Arst.)
-
44 κολοβοω
-
45 περιωθεω
1) вталкивать(εἴσω τέν ἀναπνοήν Plat.)
τὸ περιωσθέν Plat. — нагнетенное, т.е. втянутый воздух2) выталкивать, вытеснять; отвергатьπεριεώσμεθα ἐκ πάντων Thuc. — мы (платейцы), отвергнуты всеми;
μέ περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν Thuc. — чтобы мы не были отвергнуты вами3) угнетать, притеснять(τοὺς ἀνθρώπους Dem.; γίνονται δὲ στάσεις ἐκ τοῦ περιωθεῖσθαι ἑτέρους ὑφ΄ ἑτέρων Arst.)
-
46 φρονησις
- εως ἥ1) здравый смысл, рассудительность, ум Xen., Plat., Arst., Plut.ἡ δικαιοσύνη ἥ περὴ τοὺς ἀνθρώπους καὴ ἥ φ. ἥ περὴ τὰς ἄλλας πράξεις Isocr. — справедливость по отношению к людям и рассудительность в остальном;
τὰ μάλιστα κοινωνοῦντα φρονήσεως (ζῷα) Arst. — животные, одаренные наибольшим умом2) восприятие, чувство, понимание(τῶν γιγνομένων Isocr.)
3) мысль, намерение, решениеφρόνησίν τινα λῴω λαβεῖν Soph. — принять какое-л. лучшее решение
4) гордость5) высокомерие, кичливость Eur.6) pl. умственная деятельность, ученые занятия Plat. -
47 χειροω
преимущ. med.1) завладевать, прибирать к рукам, захватывать(τὰς πόλιας πάσας Her.)
; захватывать в плен(τινα Eur., Xen.)
2) побеждать, одолевать(τόξοις τινά Aesch.; τινα βίᾳ Xen. и πρὸς βίαν Soph., Arph.; τι λόγοις καὴ πράξεσι Plat.)
χ. τινα ἑαυτῷ Thuc. — подчинять себе кого-л.;χειρώσασθαι τῇ φιλοφροσύνῃ Plut. — покорить любезным обхождением3) пленять, увлекать(τοὺς ἀνθρώπους Luc.)
4) умерщвлять, убивать(τινα Xen., Isocr.)
-
48 απολυτρώνω
απολυτρώνω ρ. μετβ.избавлять, освобождать, спасать:ο Χριστός ήρθε στον κόσμο, για να απολυτρώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία — Христос пришел в мир, чтобы освободить людей от греха
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > απολυτρώνω
-
49 χάρισμα
χάρισμα το1) дар, талант:ο Θεός δίνει σ’όλους τους ανθρώπους κάποιο χάρισμα — Бог дает всем людям какой-нибудь талант;
2) подарок, дар -
50 ὁμόσπονδος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 3,7sharing a common cup; τῷ βασιλεῖ ὁμοσπόνδους τοὺς ἀνθρώπους showing loyality to the king -
51 διαπυρσεύω
A communicate by beacon,τινί App.Mith.79
: metaph., blazon abroad as by beacon-fires,τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους Plu.Demetr.8
: c.gen., Philostr.VA2.22 (v.l.[suff] διαπῠρ-πυρσαίνω): —[voice] Med., make signals by beacons, Plb.1.19.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπυρσεύω
-
52 κατασήπω
A cause or allow to rot, X.Cyr.8.2.21:—[voice] Pass., rot away, ib.8.2.22;μὴ.. κατὰ Χρόα πάντα σᾰπήῃ Il.19.27
;ἕως ἂν κατασαπῇ Pl. Phd. 86d
;- σαπέντων τῶν καρπῶν CPHerm.6.16
(iii A.D.): so in [tense] pf. , Philetaer.9.2 metaph., cause or allow to linger,τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι Gal.10.264
:—[voice] Pass., pine away, - σήπεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης ib.263;πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις -σαπῆναι Arr.Epict.4.10.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασήπω
-
53 μακρύνω
A : [tense] fut. [voice] Pass. μακρυνθήσομαι ib.Is.49.19: [tense] pf. [voice] Pass. μεμάκρυμμαι ib. Ps. 55(56) tit.:— prolong, ἡμέρας ib.Ec. l. c.; ἀνομίαν ib.Ps.128(129).3.II remove to a distance, put away,τὴν βοήθειαν LXX Ps.21(22).20
, cf. 39(40).12; τοὺς ἀνθρώπους ib.Is.6.12:—[voice] Pass., to be far off, τόπου from a place, Hero Spir.Praef.2 intr. in [voice] Act., travel far, c. gen., LXX Jd.18.22, cf. Ps.54(55).7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρύνω
-
54 μανδραγόρας
A mandrake (μ. ἄρρην = Mandragora officinalis, μ. θῆλυς, = M. autumnalis, Dsc.4.75), Thphr.HP9.8.8, CP6.4.5, etc.;μανδραγόρου ῥίζα Hp.Loc.Hom.39
;ὁ μ. τοὺς ἀνθρώπους κοιμίζει X.Smp.2.24
; ; ; ἐκ μανδραγόρου, ὑπὸ μανδραγόρα καθεύδειν, Luc.Dem.Enc.36, Tim.2.2 belladonna, Atropa Belladonna, Thphr.HP6.2.9.II epith. of Zeus, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μανδραγόρας
-
55 πάνδημος
A = πανδήμιος (esp. in Prose), (lyr.); ; ; π. πόλις, στρατός, the whole body of the city, of the army, S.Ant.7, Aj. 844; π. χάρις general favour, Alcid. ap. Arist.Rh. 1406a26;δόξα Plb. 31.25.8
;δεῖπνον IG7.2712.79
(Acraeph.); (iii/ iv A. D.); of diseases, pandemic, Gal. 17(1).2; epith. of Zeus at Athens, IG22.1075. Adv. -μως, = πανδημεί, τοὺς ἀνθρώπους εὐώχησε π. ib.5(2).268.43 ([place name] Mantinea).II π. Ἔρως vulgar love, opp. οὐράνιος, Pl.Smp. 180e sq., cf. X.Smp.8.9;π. Ἀφροδίτη Pl.Smp. 181a
, IG22.659, SIG 1014.57 (Erythrae, iii B. C.), Paus.1.22.3, Luc.DMeretr.7.1, etc. (also in pl., Dam.Pr.97 bis);π. ἐρασταί Pl.Smp. 181e
; π. μουσική common, vulgar music, Aristox.Fr.Hist.90; ἡ π. λέξις ordinary (common) speech, Phld.Rh.1.165 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνδημος
-
56 παραπληκτικός
A suffering from hemiplegia, Aër.3 ;τὰ -πληγικά Id.Epid.1.12
; π. τρόπον ib.26. ιγ'. Adv. [suff] παρα-κῶς Id.Coac.60.2 = sq., Antioch. Astr. in Cat.Cod.Astr.7.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπληκτικός
-
57 παρέχω
Aπαρέξω Od.18.317
, Th.8.48,παρασχήτω Id.6.86
, Isoc. 6.71, 15.248 : [tense] pf. παρέσχηκα : [tense] aor. παρέσχον, [dialect] Ep. inf.παρασχέμεν Il. 19.147
; imper. ( παράσχε is f.l.) ; poet.παρέσχεθον Hes. Th. 639
, inf.παρασχεθεῖν Ar.Eq. 321
; [dialect] Aeol.παρέσκεθον Alc. Oxy.1788
Fr.15 ii 11 ; παρεχέσκετο is f.l. for παρεκέσκετο in Od.14.521. [In Od.19.113, πᾱρέχη.]A [voice] Act., hand over, Il.18.556 ; furnish, supply,φάος πάντεσσι παρέξω Od.18.317
;δῶρα Il.19.147
; esp. in Od., ἱερήϊα, βρῶσίν τε πόσιν τε, σῖτον, 14.250, 15.490, 18.360 : abs., ἐγὼ δ' εὖ πᾶσι παρέξω I will provide for all, 8.39 ;π. νέας Hdt.4.83
, 7.21 ;τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος Id.2.180
;χρήματα Th.8.48
; ἀργύριον, ποίμνια, IG12.39.69,45.4 ;αἱ δὲ Συράκουσαι σῦς.. παρέχουσιν Hermipp.63.9
; πληρώμαθ' ἡ πόλις παρέχει the state finds men to man the ships, D.21.155, cf. Lys. 19.43.2 of natural objects, yield, produce,θάλασσα π. ἰχθῦς Od.19.113
; [ σίδηρον] παρέξει (sc. σόλος) Il.23.835.3 of incorporeal things, afford, cause, φιλότητα, ἀρετήν, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην, 3.354, Od.18.133, 20.8 ;ὀνίαις Alc.88
;π. εἰράναν τισί Pi.P.9.23
;ὕμνον Id.N.6.33
;αἶσαν Id.O.6.102
;Σάρδεσιπένθος A.Pers. 322
; τύχην, φρίκην, S.OT53, 1306 (anap.); χάριν, εὔνοιαν, Id.OC 1498(lvr.), Tr. 708 ; ὄχλον, πρήγματα π., Hdt. 1.86, al. (v. πρᾶγμα); πόνον Alc.19
, Hdt.1.177 ; ;π. εὔνοιαν εἴς τινα Antipho 5.76
; αἴσθησιν παρέχει τινός enables one to observe a thing, Th.2.50 ; but αἴσθησιν π., abs., it causes remark, is perceived, Id.3.22, X.An.4.6.13 ; πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν π. Th.3.45 ; ὑφειμένου δόξαν π., = ὑφειμένῳ ἐοικέναι, Plu.2.131a.1 c. inf., [ ὄϊες]παρέχουσι.. γάλα θῆσθαι Od.4.89
;π. τὸ σῶμα τύπτειν Ar.Nu. 441
;τὸ στράτευμα π. τισὶ διαφθεῖραι Th.8.50
(withoutinf.,πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 210
): with reflex. Pron., ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν π. I give myself up to you to practise upon, Pl.Phdr. 228e ;π. ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν Id.Ap. 33b
, cf. Prt. 312c ;π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι ἤν τι δέωνται X.Cyr.1.2.9
: rarely with a part.,π. ἑαυτὸν δεδησόμενον Luc. Tox. 35
.2 give oneself up, submit oneself, ἑαυτόν being omitted,π. [ἑωυτοὺς] διαφθαρῆναι Hdt.9.17
; πατεῖν παρεῖχετῷ θέλοντι [ ἑαυτόν] S. Aj. 1146, cf. Ar.Nu. 422 ;τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι.. ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν X.Mem.1.2.54
, cf. Pl.Grg. 456b ; τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου ib. 475d, cf. Tht. 191a; ; esp. of a woman, sens. obsc., Ar.Lys. 162, 227, Luc. DMeretr.5.4, etc. (in full,π. ἑαυτήν Id.DMar.13.1
, Artem.1.78).3 with reflex. Pron. and a predicative, show, exhibit oneself so and so,π. ἐμαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον Antipho 2.2.2
; σπάνιον σεαυτὸν π. Pl. Euthphr.3d ; σαυτὸν σοφιστὴν π. Id.Prt. 312a ;ἑαυτὸν π. εὐπειθῆ X.Cyr. 2.1.22
; μέτριον ἐμαυτὸν π. Aeschin.1.1 ;τοιοῦτον πολίτην Lys.14.1
;π.ἐν τῷ μέσῳ ἐμαυτόν X.Cyr.7.5.46
;δέμασἀ κέντητον παρέχων Pi.O.1.21
.III allow, grant,σιγὴν παρασχὼν κλῦθί μου S.Tr. 1115
: c. inf., ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι did'st allow me to.., ib. 1114 ;π. αὐτοὺς δικαστὰς.. γίγνεσθαι Th.1.37
: abs. in imperat., πάρεχε make way, E. Tr. 308, Cyc. 203, Ar.V. 1326, Av. 1720 (all lyr.) ;πάρεχ' ἐκποδών Id.V. 949
.2 impers., παρέχει τινί c. inf., it is allowed, in one's power to do so and so,παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Hdt.1.170
, cf. 3.73, al., Pi.I. 8(7).76 ;ὑμῖν οὐ παρασχήσει ἀμύνασθαι Th.6.86
;σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι E.El. 1080
: neut. part. used abs., παρέχον it being in one's power, since one can, like ἐξόν, παρόν, παρέχον [ὑμῖν] ἄρχειν Hdt.5.49 ; also εὖ, καλῶς παρασχόν, Th.1.120, 5.14 ; κάλλιον π. ib.60.IV produce a person on demand,ἐς τὸ κοινόν X.HG7.4.38
; εἰς τὴν βουλήν, εἰς ἀγοράν (leg. αὔριον) , εἰς κρίσιν, Lys.13.23, 23.9, Aeschin.2.117, cf. PHib. 1.168 (iii B.C.), etc.V with a predic. added, make so and so, τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα π. Hdt.3.4 ;π. τινὰς βελτίους And.1.136
, cf. Pl.Phdr. 274e, 277a : with part.,π. ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους Th.5.35
, cf. X.Oec. 21.4 ; κοινὴν τὴν πόλιν π. offer it as a common resort, Isoc.4.52 ; γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους π. E.Med. 388, etc.B [voice] Med. παρέχομαι, [tense] fut. , Lys.23.8, etc.; alsoπαρασχήσομαι Antipho 5.24
, Lys.9.8 : [tense] aor. 2παρεσχόμην Is.3.18
, 19 : [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense)παρέσχημαι X.An.7.6.11
, D.27.49, 36.35 : freq. used much like [voice] Act., without any reflex. sense:1 supply of oneself or from one's own means,νέας Hdt.6.8
,15,al. ;δαπάνην οἰκηΐην Id.8.17
; π. ὅπλα furnish a suit of armour, IG12.22.11, Th. 8.97 ; οἱ τὰ τιμήματα παρεχόμενοι the tax- paying citizens, Arist.Ath. 39.6 ; μηδεμίαν δύναμιν π. εἰς τὴν στρατιάν supply no contingent of one's own to.., X.An.6.2.10 ; freq. withἑαυτόν, εὔνουν καὶ πρόθυμον ἑαυτὸν παρέχεται SIG333.11
(Samos, iv/iii B.C.), cf. 620.6 (Tenos, ii B.C.), etc.2 of natural objects, furnish, present, exhibit, [ ποταμὸς] κροκοδείλους π. Hdt.4.44 ; π. λίμνην ὁ Πόντος.. οὐ πολλῷ τεῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ ib.86, cf. 46, Pl.Phd. 81d.3 of works, ἓν ἔργον πολλὸν μέγιστον π. Hdt.1.93.4 of incorporeal things, display on one's own part,πᾶσαν προθυμίην Id.7.6
, cf. X.An.7.6.11 ;πᾶν τὸ πρόθυμον Th.4.85
, cf. 61 ;εὔνοιαν D.18.10
; χρείας Decr. ap. D.18.84.II in Law, παρέχεσθαί τινας μάρτυρας, π. τεκμήρια, bring forward witnesses or proofs, Pl.Ap. 19d, Prm. 128b, Antipho 1.11, cf. 5.20,22, Lys.23.8, etc. ; π. ἐκμαρτυρίαν, μαρτυρίαν, Is. ll.cc.III produce as one's own, ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα acknowledge as one's general, Hdt.7.61, 62, 67 ; Ἀθηναῖοι ἀρχαιότατον ἔθνος παρεχόμενοι presenting themselves as.., ib. 161 ; π.πόλιν μεγίστην, of an ambassador, represent a city in one's own person, Th.4.64, cf. 85.IV offer, promise,ἀψευδέα μαντήϊα Hdt.2.174
; ἔστιν ἃ π. Th.3.36 ; put forward,τὸ εὐπρεπὲς τῆς δίκης Id.1.39
.V render so and so for or towards oneself,θεὸν παρασχέσθαι εὐμενῆ E.Andr.55
;δυσμενεστέρους π. τοὺς ἀνθρώπους Pl.Prt. 317b
, cf. R. 432a, Lg. 809d ; v. supr. A. V.VI Arith., make up, amount to, ἐνιαυτοὶ.. παρέχονται ἡμέρας .. Hdt.1.32, cf. X.Cyr. 6.1.28. -
58 περιωθέω
2 push or force round,π. εἴσω τὴν ἀναπνοήν Pl.Ti. 79c
, cf. e, Arist.Resp. 472b18 :—[voice] Pass., to be pushed away,περιεώσμεθα ἐκ πάντων Th.3.57
; π. ἔν τινι lose one's place in a person's favour, ib. 67 ;ἀσθενὲς ὂν π. ὑπὸ τοῦ βιαιοτέρου D.H.7.25
;εἰς τὴν φάραγγα -ωσθείς App.BC1.45
: abs., to be rejected, defeated, Arist.Pol. 1304a8 (v.l. περιωρισθείς), cf. 1306a32.3 λόγων ἀρετῇ -ωθούμενος moved by.., J.AJ 17.3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιωθέω
-
59 τιθάσιον
τῐθᾰσ-ιον, τό,A f.l. for τιθασεία, Thphr.HP3.2.2 codd. [suff] τῐθᾰς-ός, όν, tamed, domesticated; esp. of animals, tame, domestic, , cf. Epicr.3.24; opp. ἄγριος, Pl.Plt. 264a; πάντων τιθασσότατον (sic codd., v. ad fin.)καὶ ἡμερώτατον τῶν ἀγρίων ὁ ἐλέφας Arist.HA 630b18
; of persons, tractable, docile, AP5.177 (Mel.), Plu.2.51f, al.; of plants, cultivated, reared in gardens, Id.Cor.3. Adv., - σῶς πρὸς ἡμᾶς σχεῖν to be reclaimed, Pl. Ti. 77a;τ. ἔχειν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους Arist.HA 608b31
; ἐπιτιμᾶν τινι cj. in Ph.1.676.2 metaph., domestic, intestine,Ἄρης τιθασὸς ὤν A. Eu. 356
(lyr.). (The spelling with single ς is found in the best codd., e.g. BT of Pl.Plt.l.c., and papyri (PCair.Zen.75.5 (iii B.C.), Phld. Lib.p.40 O., and the Philo papyrus), and corroborated by the short quantity of the second syllable in verse; the form τιθασσός ( τιθασσεύω etc.) is freq. in medieval codd., as of Arist. Il.cc., Porph.Gaur. 4.4, 4.8, al., Chor.p.96 B., cf. [comp] Sup.τιθασσότατος Arist.
supr. cit., but should be rejected.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθάσιον
-
60 ἀποκρούω
A beat off, drive away, from a place or person, X.HG5.3.22, AP11.351 (Pall.); ὕπνον, νόσον, Porph.Abst.1.27,53:—more freq. in [voice] Med., beat off from oneself,τὰς προσβολάς Hdt.4.200
, Th.2.4;αὐτοὺς ἐπιόντας Hdt.8.61
, etc.; generally, repel, opp. ἐπισπᾶσθαι, S.E. M.7.400; shake off, Plot.4.7.10, Hierocl. in CA19p.461M.;τινάς Jul. Or.2.67b
;ἀλληλοφαγίας τοὺς ἀνθρώπους Porph.Abst.1.23
; refute an opponent, D.H.Comp.25; κατηγορίαν Chor.in Rev.Phil.1.245:— [voice] Pass., to be beaten off, of an assault, Th.4.107, etc.;ἀποκρουσθέντες τῆς πείρας Id.8.100
, cf. X.HG6.4.5; ἀ. τῆς μηχανῆς dub. in Plb.21.28;τῆς Ἰβηρίας Plu.Sert.7
, etc.II knock off, IG3.1417.12:—[voice] Pass., κοτυλίσκιον τὸ χεῖλος ἀποκεκρουμένον a cup with the lip knocked off, Ar.Ach. 459.III [voice] Pass., also, to be thrown from horseback, X. Eq.Mag.3.14; to be stranded,πρὸς χωρίον λιμνῶδες ἀπεκρούσθη Gal. 2.221
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκρούω
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia