-
1 προσνεμω
(fut. προσνεμῶ, aor. προσένειμα) тж. med.1) присоединять, причислять, относить(τὰς νήσους ταῖς γείτοσι μοίραις Arst.; τῶν Μεγαρέων πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Polyb.)
ἑαυτόν τινι π. Dem. — присоединяться к кому-л., переходить на чью-л. сторону;προσνέμεσθαί τινι χάριν βραχεῖαν Soph. — оказывать кому-л. еще (одну) небольшую услугу2) отдавать, посвящать(τοὺς ἀγῶνας τοῖς θεοῖς Plat.)
π. ἑαυτὸν ταῖς τοῦ δήμου προαιρέσεσιν Dem. — посвящать себя (служению) народному делу3) пригонять на пастбище(ποίμνας Eur.)
См. также в других словарях:
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek