-
1 προς-νέμω
προς-νέμω (s. νέμω), 1) zutheilen, zulegen, widmen; χεῖρας, Aesch. Eum. 303, zw.; τοὺς ἀγῶνας τοῖς ϑεοῖς, Plat. Legg. VIII, 828 c; Folgde; τὴν πατρίδα τοῖς Ἀχαιοῖς, Pol, 2, 43, 5; πρός τι, ib. 6. auch ἑαυτόν τινι, zu Jemandes Partei treten, 9. 36. 7; auch ἑαυτὸν τῷ δικαίῳ, 6, 10, 9, Sp., τῇ ἀπωλείᾳ, dem Verderben weiden, Alciphr. 1, 14; – med.; πρόςνειμαι δέ μοι χάριν βραχεῖαν, Soph. Trach. 1206; προςνείμασϑαι τοῖσι ϑεοῖσιν τῶν ὀρνίϑων ὃς ἂν ἁρμόζῃ καϑ' ἕκαστον, Ar. Av. 563, οἱ δ' ἄλλοι προςνενέμησϑε, ὥς τινας, Dem. 2, 29, wie 13, 20, ihr seid zugerechnet worden, u. öfter; Sp., τοῖς παισί, Luc. pztr. enc. 3. – 2) ποίμνας, Heerden herbeitreiben. Eur. Cycl. 36.
См. также в других словарях:
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek