-
961 δη
I.δήчастица со знач.:1) ( усиления или подчеркивания) именно, как раз, же, -тоνῦν δή Arph., Xen., Plat. — именно теперь, теперь-то;
αὐτίκα δέ μάλα Plat. — тотчас же;ἐννέα δέ ἐνιαυτοί Hom. — вот уж (целых) девять лет;τί οὖν δή ἐστιν ; Plat., Xen.; — да что же это такое?;οὔκουν ἐρεῖς ποτε ; - Καὴ δέ λέγω σοι Soph. — да укажешь ли, наконец? - Вот я и говорю тебе;κἀγὼ δέ ἐνταῦθα ἀποκρίνομαι (praes. hist.) Xen. — тогда-то я и ответил;τοῦ δέ ἕνεκα ; Plat. — чего же ради?;ἄγε δέ ἐρείομεν Hom. — давай-ка спросим;οὗτος δέ ὅ Σωκράτης Plat. — вот этот самый Сократ;ὅτου δέ παρεγγυήσαντος Xen. — когда решительно каждый отдавал приказы2) ( вывода) так вот, итакτοιαῦτα μὲν δέ ταῦτα Aesch. — так вот какие были дела;
μηδενὴ δέ εἶναι ταύτην τέν ἀλήθειαν Plat. — в таком случае ни для кого это не будет истиной;τὸ ἔμψυχον δέ τοῦ ἀψύχου δυοῖν διαφέρει Arst. — итак, одушевленное отличается от неодушевленного двумя признаками;ἀνάγκη δή … Arst. — необходимо, следовательно, …3) ( при прилагательных - усиления) безусловно, вполнеμοῦνος δέ πάντων ἀνθρώπων Her. — один единственный из людей;
πλήθει μέγιστος δή Thuc. — безусловно наиболее многочисленный4) ( усиливающего добавления) сверх того, и дажеἐς Αἴγυπτον καὴ δέ καὴ ἐς Σάρδις Her. — в Египет, а также и в Сарды;
ὑγίεια καὴ ἰσχὸς καὴ κάλλος καὴ πλοῦτος δή Plat. — здоровье, сила, красота, а также богатство5) ( логического перехода) и вот, тогда, стало-быть, итак6) ( уверенности) конечно, несомненноτινὰ δέ μῆτιν ἐρέσσων Soph. — обдумывая, несомненно, какой-то план
7) (допущения, уступления, согласия) ладно, ну что жеἐρώτα. - Ἐρωτῶ δή Plat. — спрашивай. - Хорошо, спрошу;
δέχου δὲ σύ. - Καὴ δέ δέδεγμαι Aesch. — согласись. - Ладно, я согласен;ἔστω δέ τὸ — А τὸ κινοῦν, τὸ δὲ κινούμενον В Arst. допустим, что А есть движущее, а В движимоеII.δῆ
См. также в других словарях:
Του Φου — Κινέζος ποιητής της δυναστείας Τ’ανγκ (Τούλινγκ, Σενσί 712 – Λέιγιανγκ, Χουνάν 700). Σύγχρονος του Λι Πο, διεκδικεί από αυτόν την πρώτη θέση στην ιστορία της κινεζικής ποίησης. Εμπνεόμενος από τον κομφουκιανισμό, έγραψε ποιήματα με βαθύ στοχασμό… … Dictionary of Greek
Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek
Πάσχα, νησί του- — (Papa Nui). Νησί της Χιλής στον νοτιοανατολικό Ειρηνικό (180 τ. χλμ.) ενωμένο στην επαρχία Βαλπαραΐσο. Βρίσκεται απομονωμένο στον απέραντο ωκεανό, έχει σχήμα τριγώνου, στις κορυφές του οποίου υψώνονται τρεις ηφαιστειακοί κώνοι (ο ψηλότερος είναι… … Dictionary of Greek
Αμάσιος, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο εννοείται σπουδαίος αγγειογράφος. Είναι άγνωστο πού και πότε γεννήθηκε, έζησε πάντως στην Αττική και ζωγράφιζε αγγεία που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Αμάσιος. Ζωγράφισε αμφορείς… … Dictionary of Greek
Ιωάννης του Σόλσμπερι — (John of Salisbury,Σόλσμπερι 1110; – Σαρτρ 1180). Άγγλος συγγραφέας, θεολόγος και φιλόσοφος. Σπούδασε στο Παρίσι και στη Σαρτρ (1136 48), κοντά στους διασημότερους δασκάλους της εποχής του: Αβελάρδο, Αλβέριχο της Ρενς, Γκιγιόμ ντε Κονς, Ζιλμπέρ… … Dictionary of Greek
Ντάλτον, σχέδιο του- — Εκπαιδευτικό και σχολικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην πόλη Ντάλτον της Μασαχουσέτης, το 1920 με πρωτοβουλία της Έλεν Παρκχερστ, η οποία το εμπνεύστηκε από τις θεωρίες του Μοντεσκιέ και του Ντιούι. Με αφετηρία την αναζήτηση μιας εκπαιδευτικής… … Dictionary of Greek
Αχιλλέα, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατική ονομασία αγνώστου αττικού αγγειογράφου, από τους σημαντικότερους του ερυθρόμορφου ρυθμού. Ονομάστηκε έτσι από ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, την παράσταση του Αχιλλέα και της Βρισηίδας σε θαυμάσιο αμφορέα, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Μειδία, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.) Συμβατικό όνομα ενός Αθηναίου αγγειογράφου του ερυθρόμορφου ρυθμού. Η επονομασία αυτή οφείλεται στο ότι εργάστηκε ως επί το πλείστον για τον αγγειοπλάστη Μειδία, ακμάζοντας στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. Απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
γαβιάλης του Γάγγη — (gavialis gangeticus). Κροκοδειλοειδές της οικογένειας των γαβιαλιδών. Το μήκος του σώματος των αρσενικών μπορεί να περάσει τα 7 μ. Ο τράχηλος και η ράχη του σκεπάζονται με πλατιές φολίδες, που ενισχύονται από κάτω με οστέινες πλάκες δερμικής… … Dictionary of Greek
Κλεοφώντος, ζωγράφος του- — (5ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα ενός αγγειογράφου, ο οποίος εργάστηκε περίπου από το 435 έως το 420 π.Χ. Η τέχνη του είναι επηρεασμένη από τη ζωγραφική του Πολυγνώτου. Το προσεγμένο σχέδιο, οι ρευστές γραμμές στην απόδοση των ενδυμάτων και η… … Dictionary of Greek