Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τοσαῦτ

См. также в других словарях:

  • τοσαῦτ' — τοσαῦτα , τοσοῦτος so large neut nom/voc/acc pl τοσαῦται , τοσοῦτος so large fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαυτάριθμος — ον, Μ τόσο πολυπληθής όσο και κάποιος άλλος, αριθμητικά αντίστοιχος με κάποιον άλλον («τοσαυταρίθμων δὲ ὑποζυγίων ἱππῶνας», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ισ άριθμος] …   Dictionary of Greek

  • τοσαυτανδρία — ἡ, Μ τόσοι άνδρες συγκεντρωμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + ανδρία (< ανδρος < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ολιγ ανδρία] …   Dictionary of Greek

  • τοσαυταχώς — ΜΑ επίρρ. με τόσους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. πολλαχ ῶς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»