Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὕπεστι

См. также в других словарях:

  • ὕπεστι — ὕπειμι 1 sum to be under pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπεστ' — ὕπεστι , ὕπειμι 1 sum to be under pres ind act 3rd sg ὕπεστε , ὕπειμι 1 sum to be under pres ind act 2nd pl ὕπεσται , ὕπειμι 1 sum to be under fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπειμι — (I) Α 1. υπεισέρχομαι, εισχωρώ κρυφά 2. καταλαμβάνω αιφνίδια («ἡ τυραννὶς ὡς λάθρᾳ γ ἐλάμβαν ὑπιοῡσά με», Αριστοφ.) 3. (για πρόσ.) αποκτώ με επιτήδειο τρόπο την εύνοια κάποιου («οὕτω γὰρ ὑπῄει τὸ μειράκιον αὐτόν», Πλούτ.) 4. αναχωρώ σιγά σιγά ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»