-
101 όσον αφορά τον...
pel que fa al.. -
102 τόνος
A that by which a thing is stretched, or that which can itself be stretched, cord, brace, band, οἱ τ. τῶν κλινέων the cords of beds or chairs, Hdt.9.118, cf. Ar.Eq. 532 (anap.), Philippid.12, Michel 832.48 (Samos, iv B.C.); sg., bedcords, Ar.Lys. 923;ὠμολίνου μακροὶ τόνοι A.Fr. 206
; ἐκ τριῶν τ. of three plies or strands, of ropes, X.Cyn.10.2.2 in animals, τόνοι are sinews or tendons, Hp.Art.11 ( = nerves acc. to Gal.18(1).380):—of pneumogastric nerves, Ruf.Onom. 158.3 in machines, twisted skeins of gut in torsion-engines, Ph.Bel.65.34, al., Hero Bel.83.4, Plu.Marc. 15.c in dockyard equipment,ὑποζωμάτων τέτταρας τόνους ἐγ νεωρίων IG22.1673.12
; τ. αἰχμάλωτοι ib.1610.23; τ. αἰχμάλωτος ἀδόκιμος ib.1613.282.II stretching, tightening, straining, strain, tension,ὁ τ. τῶν ὅπλων Hdt. 7.36
; power of contracting muscles, Sor.1.112;τ. καὶ ῥώμη Id.2.48
; τὸν τῆς ὁλκῆς τ. ὑπεκλῦσαι diminish the strength of the pull, ib. 61.2 of sounds, raising of the voice, Aeschin.3.209,210, D.18.280, Phld.Lib.p.19 O., etc.: hence,a pitch of the voice, Pl.R. 617b, Arist.Phgn. 807a17, etc.; including volume,τόνοι φωνῆς· ὀξύ, βαρύ, μικρόν, μέγα X.Cyn.6.20
; κλαυθμυρίσαι μετὰ τόνου τοῦ προσήκοντος, of a new-born baby, Sor.1.79;τῷ αὐτῷ τ. εἰπεῖν Arist.Rh. 1413b31
;ἐν τ. ἀνιεμένοις καὶ βαρέσι Id.Aud. 804a26
; τὴν φωνὴν καὶ τὸν τ. ἐξάραντα Hieronym. ap. D.H.Isoc.13 (cf. Phld.Rh.1.198 S.);σῴζειν τὸν τ. Longin.9.13
: pl., Phld.Rh.1.196S.; of a musical instrument, Plu.2.827b, etc.; diatonic scale, APl.4.220 (Antip.): metaph. of colour, 'values', Plin.HN35.29.b pitch or accent of a word or syllable, Arist.Rh. 1403b29, D.T.629.27, A.D.Pron.8.8, al., Gal.16.495 (the meaning of the Adv. τόνῳ mentioned by A.D. Adv.167.2 is not given by him ( = λίαν, Hsch.); τόνῳ, = μετὰ προθυμίας ἰσχυρᾶς, was read by Gal. (16.585) in Hp.Prorrh.1.36 ( ξὺν τόνῳ or ξὺν πόνῳ codd.Hp.)).d in Musical writers, key, Aristox.Harm.2p.37M., Plu.2.1134a, 1135a, etc.3 mental or physical exertion, τ. ἀμφ' ἀρετῆς, i.e. in praising it, Xenoph.1.20; bodily energy,ἰσχὺς καὶ τ. Luc.Anach.25
, cf. 27; συστρέψαι τὸν τ. (by massage) Gal.6.91: generally, force, intensity, Plu.Demetr.21, 2.563f, etc.;τ. ὀργῆς Id.Brut.34
;τ. πνεύματος Luc.Dem.Enc.7
; ὁ τ. τῆς φαρμακείης its efficiency, Hp.Ep.16; τ. δυνάμεων, title of a work by Heras, Gal.13.416;τ. σοφιστικός Eun.VSp.497B.
4 in Stoic Philos., 'tension', force, in Nature and Man,πληγὴ πυρὸς ὁ τόνος ἐστί, κἂν ἱκανὸς ἐν τῇ ψυχῇ γένηται πρὸς τὸ ἐπιτελεῖν τὰ ἐπιβάλλοντα, ἰσχὺς καλεῖται καὶ κράτος Cleanth.Stoic.1.128
;ὁ ζωτικὸς τ. Stoic.2.235
, Gal.6.321;αἰσθητικὸς τ. Stoic.2.215
; συνεκτικὸς τ. the tension which holds the universe together, ib.134.III metaph., tenor of one's way, course,εὐθὺν τ. τρέχειν Pi.O.10(11).64
;ἕνα τόνον ἔχειν Plu.Dem.13
. -
103 Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι
Τον Αράπη κι αν λευκάνεις, κόπο και σαπούνι χάνεις– Τον Αράπη σαπουνίζεις, το σαπούνι χαραμίζεις– Το σπανό κι αν τον ξυρίζεις, όπως είν' θα τον αφήσεις– Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι• Черного кобеля не отмоешь добелаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Χάνεις κόπο και σαπούνι, σαπουνίζοντας γουρούνι
-
104 Σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου
– Σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου– Τον ξέρω απ' έξω και ανακατωτά• Знать, как свои пять пальцевИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου
-
105 Ιούνιος
– Τον Ιούνη αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ραπάνιΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ιούνιος
-
106 Ιούλιος
– Τον Ιούλη και οι γριές κάνουν ξετσιπωσιέςΕλληνικές παροιμίες - οιωνοί – Греческие пословицы - приметыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ιούλιος
-
107 νὴ
(τὸν Δία) клянусь (Зевсом); частица, употребляемая в клятвах с утвердительным смыслом; да, клянусь ( таким-то богом) -
108 τονάριον
A pitch-pipe, to give the key-note for singing or speaking, Quint.Inst.1.10.27; cf. ἐπιτόνιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τονάριον
-
109 τοναῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοναῖος
-
110 τονέω
-
111 τονή
τον-ή, ἡ, -
112 τονιαῖος
A consisting of one tone, in Music, , cf. Plu.2.1018f, Aristox. (?) Oxy.667.20, Alex.Aphr. in Top. 113.12.2 τὸ τ. χρῶμα, = τὸ τονικὸν χ., Cleonid.Harm.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τονιαῖος
-
113 τονίζω
-
114 τονικός
2 Mus., τὸ τονικὸν [χρῶμα] (opp. τὸ ἡμιτόνιον (fort. ἡμιόλιον, cf. Cleonid. Harm.7 ) and τὸ μαλακόν), one of the three forms of χρῶμα or chromatic scale, S.E.M.6.51.3 of or for accents,τονικὰ παραγγέλματα A.D.Adv.181.9
(so περὶ τ. π., treatise by Jo.Alex.);τὸ -κόν A.D.Pron.35.13
.4 resulting fromτόνος 11.4
, κίνησις, of God, opp. μεταβατικῶς κινούμενος, Stoic.2.149, cf. 147, al.5 contractile, ἐνέργεια, of a muscle, Gal.4.436; [πέπερι] στομάχου -ώτερον Id.6.265
. Adv.- κῶς Id.4.435
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τονικός
-
115 τόνιος
A 'tractor' machines, Heliod. ap. Orib.49.2.1, al.; τονία, ἡ, rope of a pulley, Poll.10.31. -
116 τονιστέον
A one must accentuate, Sch.Pi.P.4.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τονιστέον
-
117 τονόω
A brace up,τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς Ti.Locr. 103d
, cf. Plu.2.647c, Agathin. ap. Orib.10.7.7, Sor.1.47, al., Gal. 6.411;Ῥωμαίους ἐτόνωσεν αἰδὼς δόξης J.BJ5.11.6
:—[voice] Pass., ἡ δεξιὰ τετόνωται ib.1.26.2; [οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῖον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται σχῆμα τετονωμέναι Stoic.2.149
(cf.τόνος 11.4
);τοῦ ἀναπνεομένου ἀέρος.. ὑφ οὗ τονοῦται τὸ τῆς ψυχῆς εἶδος Nicom.
ap. Theol.Ar. 48.II place the accent on a word or syllable, accentuate it, Sch. Il.12.137; περὶ τῶν διαφόρως τονουμένων, title of work by Phlp. (ed. Egenolff, Vratisl. 1880). -
118 τονώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τονώδης
-
119 τόνωσις
A strengthening, bracing, Aret.CD1.3;τοῦ βρέφους Sor.1.95
; τοῦ πνεύματος ib. 108; activity, force, Ruf. ap. Orib.8.24.19: abs., 'tone', Apollon. ap. Orib.7.19.1.II accentuation, Eust.341.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόνωσις
-
120 τονωτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τονωτέον
См. также в других словарях:
Τὸν γάρ οὐκ ὅντα ἂπας εἴωθεν ἐπαινεῖν. — τὸν γάρ οὐκ ὅντα ἂπας εἴωθεν ἐπαινεῖν. См. Покойника не поминай лихом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν δ’ἀγαθὸν τολμᾶν χρῇ. — τὸν δ’ἀγαθὸν (νόον) τολμᾶν χρῇ. См. Попытка, не пытка, а спрос не беда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν κύνα ποίησον συντεκνον καὶ τὸ ῥαβδίον σου βάσταζε. — τὸν κύνα ποίησον συντεκνον καὶ τὸ ῥαβδίον σου βάσταζε. См. Дружиться дружись, а нож за пазухой держи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. — τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. См. Волка ноги кормят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. — τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. См. Пальцем показывать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν ξύοντα ἀντιξύειν. — τὸν ξύοντα ἀντιξύειν. См. Дурак дурака хвалит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν. — τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν. См. Покойника не поминай лихом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ πορθμείῳ ἔχειν. — τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ πορθμείῳ ἔχειν. См. Одной ногой в могиле … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν. — τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν. См. Черным белое называть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τον, Θεοβάλδος Βολφ — (Tone, 1763 – 1798), Ιρλανδός πατριώτης. Σπούδασε νομικά στο Δουβλίνο, κατόπιν αφιερώθηκε στην πολιτική και εργάστηκε υπέρ της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας. Τάχθηκε υπέρ των ιδεών της Γαλλικής επανάστασης και ίδρυσε τον περίφημο σύλλογο των… … Dictionary of Greek
τόν(ν)ος — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών μεγάλης εμπορικής αξίας εδώδιμων θαλάσσιων ψαριών τού γένους θύννος, πολύ συγγενικών με την παλαμίδα και το σκουμπρί, που συγκροτούν την οικογένεια θυννίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. tonno < θύννος] … Dictionary of Greek