-
1 τολύπη
τολύπη, ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνό-μασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Aehnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.
-
2 τολυπη
-
3 τολύπη
τολύπηclew: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 τολύπη
τολύπη, ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn. Wegen der Ähnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen; auch eine runde Kürbisart -
5 τολύπη
η см. τουλούπα;§ τολύπη καπνού — клуб дыма
-
6 τολύπη
-ης ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 2 Kgs 4,39gourd, pumpkin -
7 τολύπη
-
8 τολύπη
puffΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τολύπη
-
9 τολύπαι
τολύπηclew: fem nom /voc plτολύπᾱͅ, τολύπηclew: fem dat sg (doric aeolic) -
10 τολύπαις
τολύπηclew: fem dat pl -
11 τολύπην
τολύπηclew: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 τολύπης
τολύπηclew: fem gen sg (attic epic ionic) -
13 τολύπας
τολύπᾱς, τολύπηclew: fem acc plτολύπᾱς, τολύπηclew: fem gen sg (doric aeolic) -
14 βάρηκες
Grammatical information: m.\/f.?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Page in Frisk: 1,220Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάρηκες
-
15 τολύπευμα
-
16 ὄρδημα
ὄρδημα, τό, = ἡ τολύπη τῶν ἐρίων, VLL.
-
17 βάρηκες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάρηκες
-
18 τολύπευμα
A = τολύπη, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολύπευμα
-
19 ἀγαθίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθίδιον
-
20 ἀγριοκολοκύντη
A = τολύπη 3, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριοκολοκύντη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τολύπη — clew fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολύπη — η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν 1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο 2. (κατ επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.) αρχ.… … Dictionary of Greek
τολύπαι — τολύπη clew fem nom/voc pl τολύπᾱͅ , τολύπη clew fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολύπαις — τολύπη clew fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολύπην — τολύπη clew fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολύπης — τολύπη clew fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… … Dictionary of Greek
τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
τολύπιον — το, Ν [τολύπη] (υποκορ. τού τολύπη) … Dictionary of Greek
τολύπας — τολύπᾱς , τολύπη clew fem acc pl τολύπᾱς , τολύπη clew fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Colus — • Colus, ηλακάτη, прялка для шерсти, т. е. валик, обыкновенно сделанный из тростника, вокруг которого укреплялась чесаная, назначенная для пряжи, шерсть (τολύπη, mollis lana, tractus). Пряха брала левой рукой прялку, а правой… … Реальный словарь классических древностей