Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τολμήεις

См. также в других словарях:

  • τολμήεις — enduring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεις — εσσα, εν, ΜΑ, και δωρ. τ. τολμάεις Α (για πρόσ. και πράγμ.) θαρραλέος, ριψοκίνδυνος (α. «οἷς τολμῆεν τὸ φρόνημα», Παλαιολ. Μιχ. β. «τολμάεις Ἐφιάλτα», Πίνδ.) αρχ. ανεκτικός, καρτερικός («τολμήεις μοι θυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονθα», Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

  • τολμῆεν — τολμήεις enduring masc voc sg τολμήεις enduring neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεντα — τολμήεις enduring neut nom/voc/acc pl τολμήεις enduring masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεντας — τολμήεις enduring masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεντες — τολμήεις enduring masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεντι — τολμήεις enduring masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεντος — τολμήεις enduring masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεσσα — τολμήεις enduring fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμήεσσαν — τολμήεις enduring fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»