-
1 τιτθός
τιτθόςbreast: masc nom sg -
2 τιτθός
-
3 τιτθοί
τιτθόςbreast: masc nom /voc pl -
4 τιτθούς
τιτθόςbreast: masc acc pl -
5 τιτθόν
τιτθόςbreast: masc acc sg -
6 τιτθοίς
-
7 τιτθοῖς
-
8 τιτθοίσι
-
9 τιτθοῖσι
-
10 τιτθοίσιν
-
11 τιτθοῖσιν
-
12 τιτθού
-
13 τιτθοῦ
-
14 τιτθώ
-
15 τιτθῷ
-
16 τιτθών
-
17 τιτθῶν
-
18 τίτθη
τίτθ-η, ἡ,A nurse, Ar.Eq. 716, Th. 609, Pl.R. 343a, Thphr. Char.16.12.20.5, IG2729.3, al. (iii B.C.), etc.; prop. wet-nurse,αἱ τ. καὶ αἱ τροφοί Plu.2.3c
, cf. Ptol.Asc.p.394H., Gal.6.686; sts. confused with τήθη (q.v.); written [full] τιθή in Hsch., [full] τίθθη in Com. Adesp.Oxy.1825.8 (Pap. of v A.D.); τίθθη = matertera, Gloss. (i.e. confused with τηθίς). -
19 τιτθίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιτθίον
-
20 ὁμότιτθος
ὁμό-τιτθος, ον,A bred by the same nurse, Din.Fr.89.24 S., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμότιτθος
См. также в других словарях:
τιτθός — breast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθός — ὁ, Α 1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.) 2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός 3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ.… … Dictionary of Greek
τιτθοῖς — τιτθός breast masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῖσι — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῖσιν — τιτθός breast masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοί — τιτθός breast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθοῦ — τιτθός breast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθούς — τιτθός breast masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθῷ — τιτθός breast masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθόν — τιτθός breast masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότιτθος — ὁμότιτθος, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε από την ίδια τροφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τιτθος (< τίτθη «τροφός»), πρβλ. υπό τιτθος] … Dictionary of Greek