-
1 Τιτάνω
-
2 Τιτάνῳ
-
3 τιτάνω
-
4 τιτάνῳ
-
5 ἐπι-χρῑω
ἐπι-χρῑω (s. χρίω), darauf-, darüberstreichen, φάρμακα ἐπιχριόμενα, Galen.; – bestreichen, salben, ἐπιχρίσασα παρειάς Od. 18, 172; ἀλοιφῇ, den Bogen, 21, 179; τιτάνῳ τὸ ἔργον Luc. hist. conscr. 62. – Med. sich salben, ἀλοιφῇ, Od. 18, 179; Medic. – Adj. verb. ἐπιχριστός, auch ἐπίχριστος, 2. Endg, bestrichen, darübergestrichen, φύκη Luc. amor. 41; τὸ ἐπίχριστον, sc. φάρμακον, Salbe, Medic.; Plut.
-
6 ἐπι-λεπτύνω
ἐπι-λεπτύνω, dünn überziehen, τιτάνῳ, mit Kalk übertünchen, Poll. 7, 124.
-
7 επιχριω
1) намазывать, смазывать(τόξον ἀλλοιφῇ Hom.)
2) умащивать, натирать(παρειάς, med. χρῶτα ἀλοιφῇ Hom.; τοὺς ὀφθαλμούς NT.; ἐπικεχρισμένος ἐλαίῳ Arst.)
3) намазывать, покрывать(τιτάνῳ τι Luc.)
4) намазывать, втирать -
8 ἐπιλεπτύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλεπτύνω
-
9 ἐπιλεπτύνω
ἐπι-λεπτύνω, dünn überziehen, τιτάνῳ, mit Kalk übertünchen
См. также в других словарях:
Τιτάνῳ — Τίτανος a white earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτάνῳ — τίτανος a white earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίτανος — η, ΝΑ, και τίτανις, άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α (λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.) αρχ. 1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ ἐλέφαντι», Ησίοδ.) 2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῑος, οπότε ξέοι τοὺς… … Dictionary of Greek