-
1 τιμηεις
-
2 τῑμήεις
τῑμήεις, εσσα, εν, zsgzgn τιμῇς, Il. 9, 605, acc. τιμῆντα, Il. 18, 475, u. dor. τιμᾶντα, Pind.; geschätzt, geehrt, in Ansehen stehend; von Menschen, Od. 13, 129. 18, 160; von Sachen, werthvoll, kostbar, χρυσός, δῶρον, Od. 1, 312. 8, 393. 11, 327; τιμηέστερος, 1, 393; superl. τιμηέστατος, 4, 614. 15, 114; τιμάεντες, Pind. I. 3, 25; und einzeln bei sp. D.
-
3 τῖμήεις
τῖμήεις, εσσα, εν, and τῖμῆς, acc. τῖμῆντα, comp. τῖμηέστερος, sup. τῖμηέστατος: precious, Il. 18.475, Od. 11.327; then honored, Od. 18.161, Il. 9.605.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τῖμήεις
-
4 τῑμήεις
τῑμήεις, εσσα, εν, geschätzt, geehrt, in Ansehen stehend; von Menschen, von Sachen: wertvoll, kostbar -
5 τιμήεις
τῑμήεις, τιμήειςhonoured: masc nom sg -
6 τιμήεις
τῑμ-ήεις, εσσα, εν, acc. τιμήϝεντα ( τιμετε[ lapis) prob. in Supp.Epigr.4.44 ([place name] Sicily); [var] contr. [full] τιμῆς Il. 9.605; acc.Aτιμῆντα 18.475
; [dialect] Dor. [full] τιμάεις BCH21.599 (Delph., iv B.C.); pl.τιμάεντες Pi.I.4(3).7(25)
; Pamphyl. fem. :—honoured, esteemed, of men or gods, Il.9.605, Od.13.129, 18.161: [comp] Comp.,τιμηέστερος πέλεται 1.393
.2 of things, prized, costly,χρυσός Il.18.475
, Od.8.393;δῶρον 1.312
: [comp] Sup., [δῶρον] τιμηέστατον 4.614
, 15.114;ἐμπόλημα -έστατον Com.Adesp.1226
: [dialect] Dor. [var] contr. [comp] Sup. τιμαστάτων (gen. pl.) may perh. be restored in Archyt. ap. Stob.1.48.6 (τιμαιέτατων, τιμαετάτων, τιμαοτάτων codd., τιμαεστάτων cj. Gaisf.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμήεις
-
7 περι-τῑμήεις
περι-τῑμήεις, εσσα, εν, sehr geehrt, geschätzt, Hom. h. Ap. 65.
-
8 τιμήεντ'
τῑμήεντα, τιμήειςhonoured: masc acc sg (doric)τῑμήεντα, τιμήειςhonoured: neut nom /voc /acc plτῑμήεντι, τιμήειςhonoured: masc /neut dat sgτῑμήεντε, τιμήειςhonoured: masc /neut nom /voc /acc dual -
9 τιμήεν
τῑμῆεν, τιμήειςhonoured: neut nom sgτῑμῆεν, τιμήειςhonoured: masc voc sgτῑμῆεν, τιμήειςhonoured: neut nom /voc sg -
10 τιμῆεν
τῑμῆεν, τιμήειςhonoured: neut nom sgτῑμῆεν, τιμήειςhonoured: masc voc sgτῑμῆεν, τιμήειςhonoured: neut nom /voc sg -
11 τιμαεις
-
12 τιμηέστατον
τῑμηέστατον, τιμήειςhonoured: masc acc sgτῑμηέστατον, τιμήειςhonoured: neut nom /voc /acc sg -
13 τιμάεσσα
τῑμά̱εσσα, τιμήειςhonoured: fem nom sg (doric)τῑμά̱εσσα, τιμήειςhonoured: fem nom /voc sg (doric) -
14 τιμήεντα
τῑμήεντα, τιμήειςhonoured: masc acc sg (doric)τῑμήεντα, τιμήειςhonoured: neut nom /voc /acc pl -
15 τιμήεσσα
τῑμήεσσα, τιμήειςhonoured: fem nom sgτῑμήεσσα, τιμήειςhonoured: fem nom /voc sg -
16 τιμῆντα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμῆντα
-
17 τῑμῆσσα
-
18 τῑμῇς
-
19 περιτιμηεις
-
20 τιμης
См. также в других словарях:
τιμήεις — τῑμήεις , τιμήεις honoured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήεις — και δωρ. τ. τιμάεις, εσσα, εν, και συνηρ. τ. αρσ. τιμῆς ή τιμῇς και τ. θηλ. σε επιγρ. τιμάFεσσα Α 1. (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο σεβασμού και τιμών, ο σεβαστός 2. (για πράγμ.) πολύτιμος, ακριβός («καὶ χρυσὸν… … Dictionary of Greek
τιμῆντα — τιμήεις honoured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήεντ' — τῑμήεντα , τιμήεις honoured masc acc sg (doric) τῑμήεντα , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc pl τῑμήεντι , τιμήεις honoured masc/neut dat sg τῑμήεντε , τιμήεις honoured masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμῆεν — τῑμῆεν , τιμήεις honoured neut nom sg τῑμῆεν , τιμήεις honoured masc voc sg τῑμῆεν , τιμήεις honoured neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμηέστατον — τῑμηέστατον , τιμήεις honoured masc acc sg τῑμηέστατον , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμάεσσα — τῑμά̱εσσα , τιμήεις honoured fem nom sg (doric) τῑμά̱εσσα , τιμήεις honoured fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήεντα — τῑμήεντα , τιμήεις honoured masc acc sg (doric) τῑμήεντα , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμήεσσα — τῑμήεσσα , τιμήεις honoured fem nom sg τῑμήεσσα , τιμήεις honoured fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
περιτιμήεις — εσσα, εν, Α ο πολύ τιμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τιμήεις (< τιμή + κατάλ. ήεις)] … Dictionary of Greek