-
1 τιθυμαλλίς
τιθυμαλλίςfem nom sg -
2 τιθυμαλλίς
A = παράλιος, Dsc.4.164, cf. Hp.Superf.28.2 = ἡλιοσκόπιος, Ps.-Dsc.4.14 (p.312 W.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιθυμαλλίς
-
3 τιθυμαλλίδα
τιθυμαλλίςfem acc sg -
4 μήκων
μήκων, [dialect] Dor., Arc. [pref] μάκ-, Theoc.7.157, IG5(2).514.16 (Lycosura, ii B. C.): ωνος, ἡ (ὁ Arist. (v. infr. 11.2), Polem.Hist.88, Polyaen.8.6.1):—A poppy, esp. opium poppy, Papaver somniferum,μήκων δ' ἑτέρωσε κάρη βάλεν ἐνὶ κήπῳ Il.8.306
, cf. Ar.Av. 160, Thphr.HP1.12.2 (s. v.l.), Theoc.l.c.; μάκωνσι λευκαῖς IGl.c.; μ. ἥμερος, κηπευτή, Dsc. 4.64, Gal.6.548; μ. Ἡρακλεία frothy poppy, Silene venosa, Thphr.HP 9.12.5;μ. ἀφρώδης Dsc.4.66
; μ. κερατῖτις horned poppy, Glaucium flavum, Thphr.HP9.12.3, Dsc.4.65 (but = λεοντοπέταλον, Ps.-Dsc. 3.96); μ. μέλαινα corn poppy, Papaver Rhoeas, Thphr.HP9.11.9, Dsc. 4.64 ( μέλας Ps.-Dsc.ibid.); μ. ῥοιάς P. hybridum, Thphr.HP9.12.4, Dsc.4.63; μ. ἀγρία, = μ. μέλαινα, ib.64; μ. ἀγριωτέρα windrose, Papaver argemone, ibid.2 a single poppy-seed, Archim.Aren.2.4; collectively,μ. ἁδρά Hp.Mul.2.192
;μ. μεμελιτωμένη Th.4.26
; ὀπὸς μήκωνος opium, Asclep. ap. Gal.14.138, etc.V μ. ἀφρώδης, = πέπλος, spurge, Dsc.4.167; so μ. alone, as a purgative, freq. in Hp., Mul.2.124, 192, al., Morb.3.16;ὀπὸς μήκωνος Mul.2.201
; μ. alone, = τιθυμαλλίς, Dsc.4.164. (Etym. dub.; OHG. māgo, Germ. mohn, OSlav. makû are prob. borrowed.)
См. также в других словарях:
τιθυμαλλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθυμαλλίς — και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού 2. είδος φυτού 3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» ο τιθύμαλλος* θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.) β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» ο τιθύμαλλος* ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τιθυμαλλίδα — τιθυμαλλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… … Dictionary of Greek