1 τιβήν
τιβήν, ῆνος, ὁ, = τρίπους, Dreifuß, Lycophr. 1104, wird von τρίς u. βαίνω abgeleitet, vgl. Lob. parall. 138.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τιβήν
τιβήν — ῆνος, ὁ, Α ο τρίποδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης και ετυμολ.] … Dictionary of Greek
τίβηνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «λέβης, τρίπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τιβήν*] … Dictionary of Greek