1 τιβήν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιβήν
τιβήν — ῆνος, ὁ, Α ο τρίποδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης και ετυμολ.] … Dictionary of Greek
τίβηνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «λέβης, τρίπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τιβήν*] … Dictionary of Greek