-
1 τηΰσιος
A idle, vain, undertaken to no purpose,τηϋσίη ὁδός Od.3.316
, 15.13; τηΰσιον ἔπος an idle, rash word, h.Ap. 540; l.c.;τ. πόδες A.R.3.651
. Adv.τηϋσίως Theoc.25.230
. Cf. αὔσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηΰσιος
-
2 τηύσιος
τηύσιος: vain, fruitless, useless, Od. 3.316 and Od. 15.13.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τηύσιος
-
3 τηυσίως
τηύσιοςidle: adverbialτηύσιοςidle: masc acc pl (doric ionic) -
4 τηύσιον
τηύσιοςidle: masc acc sgτηύσιοςidle: neut nom /voc /acc sg -
5 τηυσίη
τηύσιοςidle: fem nom /voc sg (epic ionic) -
6 τηυσίην
τηύσιοςidle: fem acc sg (epic ionic) -
7 τηυσίου
τηύσιοςidle: masc /neut gen sg -
8 τηύσιοι
τηύσιοςidle: masc nom /voc pl -
9 αὔσιος
-
10 ταΰσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταΰσιος
-
11 διαπρύσιον
Grammatical information: adv.Meaning: `going through, piercing', esp. of sounds, `far stretching' (Hom.)Other forms: - ίως adv. (D. S.)Origin: IE [Indo-European]X [probably] [??] *δια-πρ-υ-τ-?Etymology: Cf. τηΰσιος etc., so for *δια-πρύ-τιος. The stem reminds of διαπρό `through and through', with - τ- analogical (avoiding hiatus), cf. Risch 115. For the unclear υ-vowel Aeolic origin has been supposed (Chantraine Gramm. hom. 1, 25); other proposals in Bechtel Lex. s. v. (to πρύτανις, but this is Pre-Greek; πρυμνός with - υ- after πύματος?) and Schwyzer-Debrunner 505; diff. Schwyzer KZ 63, 60 n. 1: to διαπείρω with υ-suffix and dental.Page in Frisk: 1,386Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διαπρύσιον
См. также в других словарях:
τηΰσιος — και ταΰσιος, ία, ον, Α μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός» στην ΙΕ ρίζα *(s)tāi «κλέβω», tāiu s «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ … Dictionary of Greek
τηυσίως — τηύσιος idle adverbial τηύσιος idle masc acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηύσιον — τηύσιος idle masc acc sg τηύσιος idle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηυσίη — τηύσιος idle fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηυσίην — τηύσιος idle fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηυσίου — τηύσιος idle masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηύσιοι — τηύσιος idle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тайна — тайный, тайком, укр. тайна, тайний, др. русск. таи тайный, тайна , таина, таинъ, таити, таю, ст. слав. таи λάθρα (Супр.), таинъ ἀπόκρυφος, κρυπτόμενος (Супр.), таина μυστήριον (Супр.), болг. тайна, тайно, сербохорв. таjати таить , та̑jна, словен … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αύσιος — αὔσιος, ον (Α) τηΰσιος*, μάταιος … Dictionary of Greek
διαπρύσιος — α, ο (AM διαπρύσιος, α, ον) αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ») αρχ. 1. διαπεραστικός, οξύς 2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική … Dictionary of Greek
ταΰσιος — ία, ον, Α (δωρ. τ.) βλ. τηΰσιος … Dictionary of Greek